Η αφήγηση ιστοριών, το storytelling (ονομασία αναμφίβολα γοητευτική), η τέχνη να διηγούμαστε ιστορίες και παραμύθια, είτε προφορικά είτε ψηφιακά (digital storytelling) έχει επεκταθεί στην πολιτική, την οικονομία, το μάνατζμεντ, την διαφήμιση, σε κάθε μορφή εξουσίας. Μέσω της πρόκλησης συναισθημάτων και συγκινήσεων, μετατρέπεται σε τεχνική επικοινωνίας, ελέγχου και εξουσίας.
Το storytelling ανθεί σε τομείς που ως τώρα διέπονταν από τον ορθολογικό συλλογισμό ή τον επιστημονικό λόγο. Οι ιστορίες γίνονται υποκατάστατο των γεγονότων και των λογικών επιχειρημάτων. Το επίκεντρο μετατοπίζεται από το προϊόν στο λογότυπο κι από εκεί στα stories. H δημόσια αντιπαράθεση έχει αντικατασταθεί από την άγρα των των επιθυμιών. Η κατάληψη των οθονών είναι αποτελεσματικότερη από την κατάληψη εδάφους. Βιομηχανίες παραγωγής συγκινήσεων μας προτείνουν συλλογικά παραμύθια, κυρίως με ιστορίες ηρώων και ηρωίδων που καθιστούν την επιτυχία εφικτή. Έτσι η πραγματικότητα αντικαθίσταται από την μυθοπλασία και ντύνεται με αλλεπάλληλα αφηγηματικά δίχτυα.

Την παραπάνω κατάσταση μονιμοποιεί και νομιμοποιεί το σίριαλ «24», θυμίζοντας την φράση του Σλάβοϊ Ζίζεκ πάνω στην ρήση του Κούντερα (από τις Προδομένες Διαθήκες) για το μυθιστόρημα: Εδώ είναι το έδαφος όπου κάθε ηθική κρίση αναστέλλεται. Αυτή η πολυπόθητη αυτονομία δράσης που τελικά αποκτούν οι νέες δυνάμεις (μαζί με τους πράκτορες του FBI) δεν αντλεί την νομιμότητά της από το δίκαιο ή το Σύνταγμα, αλλά από την μυθοπλασία! Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ δικαιολόγησε βασανιστήρια ακριβώς με βάση το παράδειγμα του Τζακ Μπάουερ του «24»! Ιδού λοιπόν η νομολογία Τζακ Μπάουερ: η θεμιτότητα των βασανιστηρίων θεμελιώνεται πάνω σε ένα τηλεοπτικό σίριαλ.

Το storytelling management επιβλήθηκε άμεσα στον πολιτικό λόγο στις ΗΠΑ. Ο Μπους ο νεότερος θεμελίωσε την εικόνα του πάνω στα stories. Το πιο πετυχημένο προεκλογικό σποτ του ήταν «η ιστορία της Άσλεϊ»: η εικόνα του να αγκαλιάζει ένα κορίτσι, ως παρηγοριά για τον θάνατο της μητέρας της στους Δίδυμους Πύργους. Σιωπηλός, χωρίς λόγια, ιδέες, πρόγραμμα. Για πολλούς όμως ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν εκείνος που καθιέρωσε το νέο είδος της αφηγηματικής προεδρίας. Ξακουστή έμεινε η ιστορία που διηγήθηκε το 1985 για την νεαρή Βιενταμέζα Τζιν Νκουγέν που εγκατέλειψε το Βιετνάμ, μετανάστευσε στις ΗΠΑ χωρίς χρήματα και αποσκευές και σταδιοδρόμησε στην στρατιωτική ακαδημία. Τον ακολούθησε πιστά ο Κλίντον, προσλαμβάνοντας τον ίδιο διευθυντή επικοινωνίας και υποστηρίζοντας στην αυτοβιογραφία του την πρωτόγνωρη αντίληψη για την πολιτική, πως δεν συνίσταται στη λύση οικονομικών, πολιτικών ή στρατιωτικών προβλημάτων αλλά κυρίως οφείλει να παρέχει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να βελτιώνουν την ιστορία τους (!).

Ακόμα και η λογοτεχνία εξετάζεται κάτω από άλλο πρίσμα – βλ. το βιβλίο του Robert A. Brawer – Fictions of Business. Από τον Μέλβιλ, τον Κόνραντ και τον Ντος Πάσος στον Ντέιβιντ Λοτζ και τον Ντέιβιντ Μάμετ και το Γκλένκαρι Γκλεν Ρος «που αποδεικνύει ότι ένας ταλαντούχος πωλητής μπορεί να μας πείσει να αγοράσουμε πράγματα που ούτε επιθυμούμε ούτε έχουμε ανάγκη – τέλειο παράδειγμα του νέου μάρκετινγκ που αντιλαμβάνεται την πώληση ως μια σκηνή θεάτρου και την κατανάλωση ως μια ανταλλαγή εμπειριών». (σ. 80).
Το storytelling δεν περιορίζεται στο καταναλωτικό ή το εκλογικό κοινό. Εστιάζει και στους εργαζόμενους, ώστε να τους συστρατεύσει σε κοινά συναισθήματα και να τους εντάξει σε έναν καταναγκαστικό συλλογικό μύθο, ηρωοποιώντας ταυτόχρονα τους άρχοντες του μάνατζμεντ. H αφήγηση καλείται να αναλάβει δράση ακόμα και στο Ground Zero! Ορισμένοι αρχιτέκτονες έχουν προτείνει να υπάρχουν οπτικές μόνο συνθέσεις, φωτεινοί μύθοι χαραγμένοι από ακτίνες λέιζερ.

Γι’ αυτό λοιπόν το συναρπαστικότερο δοκιμιακό βιβλίο της χρονιάς δεν έχει καμία εικόνα στο εξώφυλλο, παρά μόνο λέξεις, εισαγωγή σε μια ιστορία. Για κάποιες ιστορίες που πρέπει να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά, αν όχι να πετάμε στα σκουπίδια.
Christian Salmon, Storytelling. La machine à fabriquer des histories et à formatter les esprits, 2007 / Εκδόσεις Πολύτροπον, 2008, σελ. 234, μτφ. Γιάννης Καυκιάς, με πλήρη βιβλιογραφία.
Πρώτη δημοσίευση: www.mic.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου