
Ένας καθολικός ιρλανδικής καταγωγής, σε μια προτεσταντική Αγγλία, με προέλευση από την εργατική τάξη, στην καρδιά ενός θεσμού της άρχουσας τάξης (το Οξφορδιανό Πανεπιστημιακό Άβατο) και με επαναστατικές μαρξιστικές ιδέες: οι ταυτοτικές «αντιφάσεις» όχι μόνο δεν βραχυκύκλωσαν τον Τέρρυ Ήγκλετον αλλά και τον ενέπνευσαν προς την διεύρυνση της προσωπικότητας, της ιδεολογίας, των λογοτεχνικών και πολιτικών του απόψεων. Ο παρών τόμος αποτελεί ιδανική χειραψία γνωριμίας και πρόσκληση εισαγωγής στο έργο του, καθώς περιλαμβάνει κείμενα από και για τον περίφημο θεωρητικό, ή, καλύτερα, αντι-θεωρητικό, εφόσον εξέθεσε την κενότητα και την έλλειψη χρησιμότητας ενός μεγάλου μέρους της κριτικής θεωρίας.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται η μια από τις τρεις διαλέξεις που έδωσε στην Αθήνα (που αφορά την τέχνη της ποίησης) και έξι, αμετάφραστα στα ελληνικά, κείμενά του για διανοούμενους, κλασσικούς του 20ού αιώνα και σύγχρονους (Ζακ Ντεριντά, Τ.Σ.Ελιοτ, Εριχ Άουερμπαχ κ.ά.), ενώ, επιπρόσθετα, ο ίδιος απαντά στις καίριες ερωτήσεις του Δημήτρη Δημηρούλη. Στην δεύτερη ενότητα οι Γιάννης Βαρουφάκης, Αθηνά Bογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Ρένα Δούρου, Τάκης Καγιαλής, Βασίλης Λαμπρόπουλος, Γιώργος Μέρτικας, Νίκολας Ρο, Νικόλας Σεβαστάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος παρουσιάζουν απόψεις για το έργο (ή με αφορμή αυτού) που κατέθεσαν σε δυο συνεχόμενα αφιερώματα στο ένθετο «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής.
Αποτελώντας, κατά τον φίλο του Ταρίκ Άλι, ένα είδος διττής ύπαρξης, ο Ήγκλετον (Σάλφορντ, 1943) έμαθε να απολαμβάνει μια ζωή στην κόψη, στο σημείο τομής διαφορετικών κόσμων, ενώ, πολύ περισσότερο, στο λογοτεχνικό πεδίο ελίχθηκε με δεξιοτεχνία ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις, απόψεις και πολιτικές και επεδίωξε το φαινομενικά αδύνατο: την διατήρηση της εξάρτησης από τον αγγλικό εμπειρισμό, τον επιτονισμό της ιρλανδικής «ιδιαιτερότητάς» του, την συντήρηση της βιωματικής του σχέσης με τον καθολικισμό και την προώθηση ενός δικής του επινόησης ριζοσπαστικού μαρξισμού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «όλες οι κατηγορίες μπορούν να είναι ανοικτές, πορώδεις και διαπερατές».

Όμως πέρα από τις λέξεις της πολιτικής ο Ήγκλετον επιμένει (ιδίως στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο The Gatekeeper: A Memoir (2001)) στον άμεσο μετασχηματισμό της θεωρίας σε «υλική δύναμη». Βέβαιος πως η αριστερά δεν έχει μόνο τα καλύτερα οράματα αλλά και τον μεγαλύτερο ρεαλισμό, αντλεί αισιοδοξία από τις δυο σύγχρονες επαναστάσεις που συνέβησαν χωρίς πολλή αιματοχυσία (την πτώση του απαρτχάιντ και του σταλινισμού). Στις αιτιάσεις περί επανάστασης της πολυθρόνας το «κακό παιδί» της Οξφόρδης και «ο γνωστότερος βρετανός αντάρτης πανεπιστημιακός» απαντά πως πάντα υποστήριζε περιθωριακές απόψεις μέσα στα μεγάλα ιδρύματα και πως δεν υπάρχει καμία καθαρή και καθαρά ασυμβίβαστη θέση. Αξιώνοντας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, να δρα ως δημόσιος διανοούμενος έχει πάντα ως οδοδείκτη πνευματικής και πολιτικής πορείας την επίτευξη μιας εύλογης δικαιοσύνης. Πρόκειται για στοιχείο που τον συνδέει τόσο με τον Έντουαρντ Σαΐντ όσο και με τον Σλαβόι Ζίζεκ, στους οποίους αφιερώνει εγκωμιαστικά κείμενα: αμφότεροι διαπερνούσαν τα σύνορα κάθε είδους κουλτούρας αλλά περισσότερο από τους απεγνωσμένους προσδιορισμούς ταυτοτήτων τους ενδιέφερε η καθολική απονομή της δικαιοσύνης.

Εκδ. Το Πέρασμα, 2009, επιμέλεια – πρόλογος Ρένα Δούρου, σελ. 187.
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 23 (χειμώνας 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου