
Έγραψα ποίηση· μ’ άλλα λόγια συνεργάστηκα με το μηδέν.
Ο αφιερωματικός λόγος του εισαγωγικού εκδοτικού σημειώματος μας προετοιμάζει ως αρκεί: στην περίπτωση του Νίκου Καρούζου (1926-1990) ο αναγνώστης εισέρχεται σε μια μεγάλη αναγνωστική περιπέτεια, προσκαλούμενος στην εμπειρία μιας παράδοξης ανάφλεξης· στο κέντρο ενός λόγου σχεδόν εκστατικού, λίγο πριν από τη σιωπή. Το παρόν του Καρούζου είναι φτιαγμένο σύμφωνα με μια πολύ εκλεπτυσμένη τεχνολογία θανάτου, που αυτόματα καταργεί και παρελθόν και μέλλον και τα μετατρέπει όλα σε απόλυτο παρόν. Είναι το παρόν που είναι δυναστικό, όχι ο χρόνος, γράφει η εκ των δικαίων συνδαιτημόνων του Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Ακόμα αιωρούνται τα δικά του λόγια: Αυτό που ονομάζουμε “χρόνο” είναι μια ανάγκη της σκέψης για να επιβάλει στα φαινόμενα μια οργάνωση. Είναι ένα μέσο. Τίποτ’ άλλο.
Το μέλλον είναι μια μορφή ταλαιπωρίας του παρόντος.
Ο Μάνος Στεφανίδης τον θυμάται συνεχώς αγχωμένο – αγχωτικό να μασουλάει μια περίεργη λέξη στο στόμα, σαν συμβολικό πασατέμπο (ψυχόλεθρος, λυπομανία, εαροκρατία…), έναν έμφοβο της ύπαρξης, εντέλει συμφιλιωμένο με το κενό τα και με το τίποτα, που γνώριζε πως η ποίηση ορίζεται σαν το διάκενο ανάμεσα στον στοχασμό και την παράνοια. (Σ’) ένα έπος χωρίς ήρωες, με τον ποιητή σπαρασσόμενο και κατακαιόμενο όχι όπως ο Μαλόι αλλά σαν ένας Μωυσής ξεχασμένος στην πλατεία Μαβίλη, ου του δόθηκαν μεν οι εντολές αλλά εκείνος τα έχασε (Ή, τις πετάξει στα σκουπίδια, οι βιογράφοι διίστανται).

Ο Γ.-Ι. Μπαμπασάκης ομολογεί την αρχική του λαχτάρα να βρει στο πρόσωπο του Καρούζου έναν Έλληνα μπητνίκο, έναν Γκίνσμπεργκ Κέρουακ. Μια εικόνα και ομοίωση των φαντασμάτων που τους στοίχειωναν στα κοινά τους μπαρ -ποτοσχολαστήρια (όπως τα έλεγε). Αργότερα, καθώς εκείνος ο Τελετάρχης των Αντοχών βεβαίωνε με γέλια ομηρικά πως το χιούμορ του είναι φερμένο από την τραγωδία και γύρευε την δέουσα λέξη, αληθινός ακροβάτης στο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο του χρόνου, είδε την διαφορά. «Η διαλεκτική του…μια σχεδόν ολέθρια ένταση για το τι μας περιμένει και πώς θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε να εναλλάσσεται με μια πολύτιμη, λυτρωτική αταραξία, αποκτημένη ύστερα από διαλεχτά διαβάσματα και στοχασμούς σχετικά με το πώς θανατώνεις, νυχθημερόν, το θάνατο» .
Καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι το χιούμορ της άλλης. Αυτό το χιούμορ στην ποίησή του σκιτσάρει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εκείνη την συνειδητή του προσπάθεια να την αποφορτίσει από την απόγνωση που γεννάει η ύπαρξη. Πόσο μάλλον όταν Όλα είναι τραγικά πλην του τράγου, πόσο μάλλον όταν Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ. Ανέλπιστο κομμάτι, μια εκτενής συζήτηση μεταξύ του ποιητή και του τουμπίστα και πεζογράφου Γ. Ζουγανέλη το 1986 (κάποια στιγμή ο ποιητής, μανιώδης των δώρων, του χαρίζει την Ιστορία της Τζαζ, του Τζον Τσίλτον) ενώ νωρίτερα μας έχει κάπως ησυχάσει: Η αλαζονεία ενός καλλιτέχνη θα βγει στο έργο, θα τιμωρηθεί μέσα στο έργο. Μαρία Αρμύρα, Ανδρέας Βεργιόπουλος, Τάσος Γουδέλης, Γιάννης Ευσταθιάδης, Νίκος Κουφάκης, Μαίρη Μεϊμαράκη, Νίκος Αλ. Μηλιώνης, Σάββας Μιχαήλ, Εύα Μπέη, Αθηνά Παπαδάκη, Μανόλης Πρατικάκης, Πάνος Σταθογιάννης, Σταύρος Στρατηγάκος, Κώστας Δ. Υφαντής, Θέμος Χαραμής, Κώστας Χατζηαντωνίου και Βαγγέλης Χατζηβασιλείου οι έτεροι αφιερωτές.

Όλα αυτά τα ευγενή ρινίσματα σκέψης και κρίσης είναι δικά μας, εντελώς δικά μας, απλώς δεν έβρισκαν τις λέξεις, τις συνδέσεις. Πόσο μοιάζουν οι κοινοβουλευτικοί (αλλά και οι υποψήφιοι δήμαρχοι, θα προσθέσω) με τους σκυλαδικούς αοιδούς, πόσο ίδιοι μοιάζουν οι hipsters των free press, καθώς διαβάζουν Lifo, αγαπούν τα εικαστικά (δηλαδή τα γκράφιτι), πιστεύουν ότι η Αθήνα είναι γεμάτη με (κρυμμένους) θησαυρούς και φωτογραφίζουν έκθαμβοι τα στένσιλ στους τοίχους του Ψυρρή. Κατά τα άλλα η Καταλωνία απαγόρευσε τις ταυρομαχίες αφήνοντας για άλλη μια φορά την υπόλοιπη Ισπανία εκτεθειμένη, οι Κούροι (παρεμπιπτόντως πληκτικότατες μορφές) σιωπούν πληθωρικά κι εγώ σταματώ για να μην χαλάσω την εναλλαγή αναγνωστικής ευφορίας και οργής που προσφέρει αφειδώς η ευτυχώς διπλασιασμένη στήλη.

Επιστροφή στον εκδοτήριο «λόγο επικαιρότητας» και στην πραγματικότητα όπου ο ανειδοποίητος αναγνώστης γίνεται μεταπράτης και κομιστής των τηλεοπτικών και παραδημοσιογραφικών αξιών η κοινωνική εικόνα των συγγραφέων υπερβαίνει το έργο τους, τα βιβλιοπωλεία προτείνουν ένα θεαματικό πρόσωπο προσκαλώντας καταναλωτές ενός τυχαίου εμπορεύματος, οι παρουσιάσεις βιβλίων θυμίζουν κοσμικό γεγονός και το «ιδιαίτερο» υποχωρεί μπροστά στο «δημοφιλές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου