Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Στο αίθριο του Πανδοχείου, 38. Σπύρος Γιανναράς

Αγαπημένοι σας παλαιότεροι και σύγχρονοι συγγραφείς.

Διαβάζω πολύ περισσότερο ξένη λογοτεχνία και κυρίως παλιότερους συγγραφείς. Εξάλλου τα σπουδαία βιβλία δεν έχουν ηλικία. Παλεύω, ωστόσο, να καλύψω και τα κενά μου στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και στην ιστορία. Τα φιλοσοφικά μου διαβάσματα είναι σποραδικά και ανάκατα. Αναφέρω κάποια από τα ονόματα που με σφράγισαν· που με επηρέασαν βαθιά. Ήμουν άλλος, δηλαδή πριν τους διαβάσω και άλλος μετά. Η αναγκαστική επιλογή μεταξύ πολυαγαπημένων έργων είναι βασανιστήριο: Ντοστογιέφσκι, Αλμπέρ Καμύ, Πωλ Γκαντέν, Φλωμπέρ, Μπαλζάκ, Παπαδιαμάντης, Κόρμακ Μακ Κάρθυ, Ζορζ Ντυτουί (Georges Duthuit), Ζαν Κλερ, Πασκάλ, Σεφέρης, Χάνα Αρεντ, Κάλβος, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Μπόρχες, Γιόζεφ Ροτ, Βίτκενστάιν, Τόμας ντε Κουίνσι, Αννα Σέγκερς, Μπωντλέρ, Αντόνιο Πόρτσια, Κωστής Παπαγιώργης.

Αγαπημένα σας παλαιότερα και σύγχρονα βιβλία.

Δαιμονισμένοι, Αδελφοί Καραμάζοφ και Εγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, το Tolstoï or Dostoievskï του Τζόρτζ Στάινερ, Αναμνήσεις από την Κολυμά του Βαρλαάμ Σαλάμωφ, Ιλιάδα του Ομήρου, Η γραμμή του Ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου, Τα άνθη του κακού του Μπωντλέρ, Ο Έρως και η Δύση του Ντενί ντε Ρουζμόν (αποκάλυψη!). Η τύφλωση του Κανέττι, το Éxegèse des lieux communs του Λεόν Μπλουά, Οι δοκιμές και οι μέρες του Σεφέρη, ο Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ το Λάδια Ξύδια και το Γειά σου Ασημάκη του Παπαγιώργη, Η ανθρώπινη κατάσταση της Χάνα Αρεντ, Σκιές στον ποταμό Χάντσον και Ο Σκλάβος του Σίνγκερ, οι Μελέτες & τα Collectanea του Λορεντζάτου, Οι προσανατολισμοί, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, τα Ανοιχτά Χαρτιά και το Εν Λευκώ του Ελύτη, Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου του Αρανίτση, Οι απόψεις ενός Κλόουν, του Χάινριχ Μπέλλ και το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν…

Αγαπημένα σας διηγήματα.

Είναι πάμπολλα, καθώς το διήγημα είναι το είδος στο οποίο μαθητεύω. Όλος ο Μπόρχες, – τι να ξεχωρίσω; Όλα τα διηγήματα του Καμύ, του Χώθορν, του Ιβο Αντριτς, του Μαρσέλ Αιμέ, του Μπέρναρντ Μάλαμουντ, του Ρομπέρτο Μπολάνιο, του Τολστόι (Ο πατήρ Σέργιος κι η Σονάτα του Κρότσερ με συγκλόνισαν, δεν μπορούσα να συνέλθω από τη γητειά τους για καιρό). Οι συλλογές A Crown of Feathers, The image and other stories, Gimpel the Fool, η πλύστρα από το Στο δικαστήριο του πατέρα μου του Σίνγκερ. Το Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, τον Μοσκώβ-Σελίμ και το Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως του Βιζυηνού, οι Histoires désobligeantes του Λεόν Μπλουά. Ο Αη Γιώργης, η Νήσος Άνυδρος, η Ωρα της Φυρονεριάς, οι Ανυπεράσπιστοι, Ο Σιούλας ο Ταμπάκος και ο ντέτεκτιβ του Χατζή. Οπωσδήποτε το εκπληκτικό εγχείρημα του Αρανίτση, Ιστορίες που άρεσαν σε μερικούς ανθρώπους που ξέρω. Τελευταία απόλαυσα τα διηγήματα του Αμερικανο-αρμένη Ουίλιαμ Σαρογιάν. Το σπίτι της Ματριόνα του Σολζενίτσιν, είναι από τα καλύτερα που έχω ποτέ διαβάσει (ευτυχώς όχι στις μετριότατες μεταφράσεις του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη), όπως και Ο κύριος από το Σαν Φρανσίσκο του Ιβάν Μπούνιν.

Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος έλληνας λογοτέχνης;

Βέβαια. Ο Γιάννης Αστερής, ο Ηλίας Μαγκλίνης, ο Ηλίας Παπαμόσχος, ο Γιάννης Μακριδάκης, ο Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, ο Κώστας Καβανόζης, ο εξαφανισμένος Παντελής Κοντογιάννης (με την πολύ καλή συλλογή διηγημάτων Οι Συνεπιβάτες) και ο Πάνος Τσίρος με το επίσης πολύ καλό Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα. Πρόσφατα ο Νίκος Οικονόμου. Από τους λίγο παλιότερους η Νίκη Αναστασέα, η Ελεωνόρα Σταθοπούλου, η Μαρία Μήτσορα, η Θεοφανώ Καλογιάννη. Λίγο πιο πίσω ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος και ο Λουκάς Κούσουλας.

Σας ακολούθησε ποτέ κανένας από τους ήρωες των γραπτών σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;

Τους κουβαλάω όσο καιρό γράφω γι’ αυτούς.
Μπορεί, βέβαια, να ξεμυτίσουν σε ανύποπτες στιγμές χωρίς κανένα άλλοθι. Τελευταία, ας πούμε, που ετοιμάζαμε μια νέα συλλογή διηγημάτων, ξαναβγήκαν στην επιφάνεια.

Αγαπημένος ή/και ζηλευτός λογοτεχνικός χαρακτήρας.

Τρέφω από μικρός μεγάλη αγάπη στον Εντμόν Νταντές, τον ήρωα του συναρπαστικότερου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Δουμά, Ο Κόμης Μοντεχρίστος. Άλλος επίσης πολυαγαπημένος χαρακτήρας είναι οπωσδήποτε ο Αδριανός της ιλιγγιώδους Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, που κακόπαθε στη μεταφορά της στα ελληνικά.

Έχετε γράψει σε τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;

Σε σπίτια φίλων, παλιών και νεότερων…

Ποιος είναι ο προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;

Έχω πάντα μαζί μου ένα τεφτέρι όπου σημειώνω ανά πάσα στιγμή, όποτε δηλαδή προκύψουν – στον δρόμο ή στο κρεβάτι μου αν τύχει και αστράψει κάτι μέσα στο κεφάλι μου, ακόμα και στις 4 το πρωί – ιδέες για διηγήματα, ατάκες, σκέψεις πιθανών ηρώων, δικές μου σκέψεις ή αποσπάσματα από βιβλία που μπορεί να μου χρησιμεύσουν. Έχω κι ένα δεύτερο στο οποίο μαζεύω λέξεις. Λέξεις που κορφολογώ από δω κι από κει, από διαβάσματα, συζητήσεις ή (σπανιότερα) ξένες κουβέντες. Από μια αρχική ιδέα μπορεί να προκύψει, στην καλύτερη περίπτωση η αρχική εικόνα ενός ολόκληρου διηγήματος με αρχή μέση τέλος ή ένας χαρακτήρας, ένα περιστατικό, η απαρχή μιας ιστορίας. Στη συνέχεια καθώς γράφω και προσπαθώ να στήσω στα πόδια της την πρότασή μου, ανατρέχω και στο τετράδιο με τις λέξεις. Υπάρχουν περιπτώσεις που σκαλώνοντας πιάνομαι, όπως ο πνιγμένος από οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας, από μια και μόνη λεξούλα, απ’ όπου αναβλύζει σαν τρεχούμενο νεράκι όλη η συνέχεια.

Επιλέγετε συγκεκριμένη μουσική κατά την γραφή ή την ανάγνωση; Γενικότερες μουσικές προτιμήσεις;

Και στις δύο περιπτώσεις, όπου από κάποια στιγμή του βυθίσματος μέσα στο κείμενο και πέρα παύω να αντιλαμβάνομαι τους ήχους. Έχω περιορισμένα μουσικά γούστα. Ακούω κατά κόρον κλασική και ιδιαίτερα προκλασική μουσική – πολλά θρησκευτικά φωνητικά έργα – λίγα πράγματα από κλασική και σύγχρονη τζαζ και παραδοσιακές εθνικές μουσικές, τη λεγόμενη ελληνιστί και Ethnic. Λατρεύω το ούτι, το νέι, την περσική και την τούρκικη μουσική.

Θα μας συνοδεύσετε ως την θύρα του Λοξία;

Δεν ξέρω αν είμαι ο καταλληλότερος για να σας την ανοίξω. Η πρώτη και ομώνυμη ιστορία της συλλογής είναι ένας στοχασμός σχετικά με τα όρια και στις συνέπειες της απόλυτης, οιονεί θεϊκής, εξουσίας του δεσμείν και λύειν που διαθέτει ο συγγραφέας. Ο Φατσέας μια αλληγορία με θέμα την αυτονόμηση της επιθυμίας της ισχύος. Τέλος η Φυγή είναι η κλασική ιστορία του ανθρώπου των Νεότερων χρόνων που ασφυκτιά εξίσου εντός, αλλά και εκτός σχέσης, ειδομένη με φόντο τρία ομόκεντρα διηγήματα: Γουέικφιελντ του Χώθορν, Ο γάμος του Αύγουστου Εσμπορν του Αλεξάντερ Γκριν και ο Άνθρωπος του πλήθους του Πόου. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη εκδοχή τους ή οποία έχει τόση σχέση μαζί τους όσο και τα ρούχα μας με τον εαυτό μας. Αυτή την εποχή ο Λοξίας ντύνεται στα καφέ.

Πώς βιοπορίζεστε;

Εργάζομαι στο πολιτιστικό τμήμα της Καθημερινής και υποκρίνομαι ότι τα βγάζω πέρα με ένα χιλιάρικο και μένοντας στο νοίκι. Όμως μια ενδεχόμενη δεύτερη δουλειά – υποτιθέστω ότι θα έφτανε η μέρα – θα αφάνιζε τις λίγες ώρες για διάβασμα και γράψιμο που ξεκλέβω κάθε μέρα.

Τι διαβάζετε αυτό τον καιρό;

Την συναρπαστική και απολαυστική (βρετανικότατη τω φλέγματι) αυτοβιογραφία του φίλου και συντρόφου του λόρδου Βύρωνα, του Πέρσυ Σέλλεϋ και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Εντουαρντ Τρελόνι Με τον Βύρωνα και τον Ανδρούτσο (εκδ. Θύραθεν) σε θεσπέσια μετάφραση και επιμέλεια του Σπύρου Μαρκέτου. Μερικά από τα όμορφα κατασταλαγμένα και βαθιά στοχαστικά δοκίμια του σπουδαίου Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη (εκδ. Αγρα). Έχω δυστυχώς αφήσει στη μέση (πάνω από τη μέση) το μυριοσέλιδο πολιτικό νουάρ του πολλά βαρύ Τζέημς Ελλροϊ Το αίμα δεν σταματάει ποτέ (πάλι από την Άγρα) αλλά σκοπεύω πολύ σύντομα να το πάρω από την αρχή…

Τι γράφετε τώρα;

Ένα αυτοβιογραφικό διήγημα με θέμα τους πολλαπλούς εαυτούς που αλλάζουμε μέσα στον χρόνο. Για τον έφηβο που αφήνουμε πίσω μας, ενώ τον κουβαλάμε ταυτόχρονα μέσα μας.

Ασχολείστε επισταμένα με την κριτική λογοτεχνίας. Εργάζεστε με συγκεκριμένο τρόπο; Σας κλέβει συγγραφικό χρόνο ή εξαργυρώνεται με κάποιο τρόπο;

Επισταμένα είναι μια βαριά, σχεδόν ασήκωτη λέξη για τους δικούς μου ανώριμους ακόμα ώμους. Είναι σίγουρα αυτό που μπορώ να κάνω καλύτερα σε μια εφημερίδα. Είναι κάτι που μου δίνει άφατη ευχαρίστηση. Να ξεκλειδώνω, ενίοτε να παραβιάζω λογοτεχνικά κείμενα, προσφέροντας στον αναγνώστη μια πίσω ή και πιο κεντρική πόρτα εισόδου σε έναν άγνωστο για εκείνον ακόμα χώρο. Ή να φωτίζω αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες ή απόκρυφες αίθουσες ενός περπατημένου σπιτιού. Το μεγαλύτερο ίσως δώρο που αποκόμισα από τις σπουδές μου – σπούδασα γαλλική φιλολογία στη Γαλλία – είναι ότι το όποιο «κριτικό ένστικτο» λειτουργεί σε κάθε ανάγνωση. Διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο παρακολουθώ ταυτόχρονα με την εξέλιξη της ιστορίας, το δέσιμο της πλοκής, το χτίσιμο των χαρακτήρων, των διαλόγων, το στήσιμο ολόκληρου του οικοδομήματος. Μαζί με την πρόσοψη βλέπω και την σκαλωσιά. Η κριτική είναι λοιπόν κομμάτι του διαβάσματος, το οποίο με τη σειρά του είναι η προϋπόθεση και ο τροφοδότης της γραφής. Μακάρι να ήμουν τόσο καλός συγγραφέας, όσο είμαι και αναγνώστης. Όσο όμως βελτιώνομαι ως αναγνώστης, θα βελτιώνομαι και ως γραφιάς.

Χρήστος Γιανναράς. Επιρροή ή απόδραση; Πώς διαχειρίζεστε την βαρύτιμη σκιά του;

Η απόδραση είναι προϋπόθεση της επιρροής. Μόνο φεύγοντας μακριά υπάρχει περίπτωση να συναντήσεις κάπου και κάποτε τον εαυτό σου. Και μόνο αν συναντήσεις τον εαυτό σου και πατήσεις στα πόδια του μπορεί να καταφέρεις να συναντηθείς μια μέρα και με τον πατέρα. Ο πατέρας μου είναι – σε αντίθεση με αυτό που μοιάζει να πιστεύουν πολλοί – ένας πολύ γλυκός και βαθιά αγαπητικός άνθρωπος. Δεν ευθύνεται, ούτε ελέγχει το μέγεθος ή αν θέλετε το βάρος της σκιάς του. Κανείς μας δεν την ελέγχει.
Τα μαθητικά μου χρόνια ήταν δύσκολα καθώς εντασσόμουν σταδιακά σε μια κοινωνία που στις περισσότερες εκφάνσεις τις με αντιμετώπιζε αποκλειστικά και μόνο ως γιο του Γιανναρά. Του ευρύτερου οικογενειακού μου περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένου. Επέρριπταν, δηλαδή, επάνω μου μια φανταστική εικόνα που είχαν χαλκέψει στο μυαλό τους (με τι μπορεί να μοιάζει ο γιος του Γιανναρά;) η οποία προέκυπτε από την εντελώς ασαφή ή μονομερή εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον πατέρα μου.
Εγώ δε, συνήθως έμοιαζα με αυτή όσο ο Ντόναλντ Ντακ με μια αληθινή πάπια. Κι αφού μου κρεμούσαν την όποια ταμπέλα, δεν έμπαιναν ποτέ στον κόπο να δουν αν είχα καμιά σχέση με αυτή, να ανακαλύψουν ποιος είμαι. Θυμάμαι μάλιστα πως κάποιος ένθερμος θιασώτης του πατέρα μου, μού είχε πει κάποτε οργισμένος ότι δεν αξίζω να είμαι γιος του! Μια φιλόλογος στο γυμνάσιο ότι δεν θα βάλει ποτέ καλό βαθμό στον γιο του Γιανναρά! Παρόλα αυτά με σήκωνε περιστασιακά στον πίνακα να διαβάζω τις εκθέσεις μου. Και μετά μου έβαζε απαρέγκλιτα 11!
Ευτυχώς αρκετά νωρίς, στα 19 μου, βρέθηκα στη Γαλλία, όπου μπορούσα μακριά από τους Έλληνες να βρω τον εαυτό μου. Τα πρώτα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση τα έκανα νωρίτερα παίζοντας μπάσκετ – σε ένα πλαίσιο που δεν είχε καμία σχέση με τον πατέρα μου. Εκεί έχτισα τις πρώτες γερές φιλίες.
Τον εαυτό μου τον βρήκα μέσα από τη λογοτεχνία. Στα συγκοινωνούντα δοχεία της φιλοσοφίας, της θεολογίας, του δοκιμίου συνάντησα μακριά από τη σκιά του και πάλι τον πατέρα μου. Κι ήταν πραγματικά μεγάλο δώρο Θεού. Έκτοτε η σχέση μου μαζί του προσφέρει διαρκώς καρπούς και στους δυο μας. Οι συζητήσεις μας, οι ανταλλαγές διαβασμάτων, οι κρίσεις για τα γραπτά του ενός από τον άλλο (στο μέτρο του δικού μου τουλάχιστον δυνατού) είναι απερίγραπτο για μένα δώρο. Σήμερα, μετά τον θάνατο της μάνας μου ανακαλύπτω τα δικά της κομμάτια που κουβαλώ πάνω μου. Τα δώρα και τα άχθη μιας σκιάς που δεν μου καταμαρτύρησε ποτέ κανείς.

Κάποια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουμε μα σας απογοητεύσαμε;

Αν θα καταφέρω ποτέ να έχω από κάπου ένα εισόδημα που θα μου επιτρέψει να αφοσιωθώ πλήρως στο διάβασμα και στην γραφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: