Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα το ’να πάνω στο άλλο. Με την ίδια φωνή, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο… Κοβαλτιώθηκα, μπούχτησα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος. Μόλις ώρα φτάνω στων δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά, λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας από τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες στα γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω ταυτόχρονα. Χαίρομαι, γιατί ο δρόμος που τράβηξα, που μόνος μου διάλεξα, που η ίδια η ζωή μου καθόρισε, δεν είναι άγονος αφού κι άλλοι και μάλιστα δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα…Απ’ την άλλη μεριά σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ’ άλλο νεφρό. …έγραφε ο Μάριος Χάκκας στο Τρίτο Νεφρό από τον Μπιντέ και τις Άλλες Ιστορίες, κι ορισμένοι από εμάς δεν ξεχνούμε ποτέ τις λέξεις του και δεν χάνουμε ευκαιρία να τον «ξαναδιαβάσουμε» έστω και μέσα από τις τριάντα και παραπάνω σελίδες του τρέχοντος αφιερώματος. Ο αφηγηματικός μοντερνισμός του Χάκκα υπήρξε κατακλυσμικός (εξ ου και ο τίτλος του ενός από τα δύο κείμενα του Αλέξη Ζήρα, που επιμελείται το κόρπους). Ο συνειρμικός του λόγος οφείλει πολλά στην ποίησή του και τα λιγοσέλιδά του διηγήματα αν δεν εγκαινίασαν, οπωσδήποτε ενίσχυσαν το είδος των υβριδικών κειμένων, μεταξύ ποίησης και πρόζας. Κι όμως μέσα στα μινιμαλιστικά ψυχογραφήματα των πρωτοπρόσωπων κειμένων του (φαινομενικά αναρχικών, χωρίς αρχή, μέση και τέλος) αποδιδόταν το αληθειακό πεδίο των εμπειριών, βιωμάτων και ισχυρών πνευματικών καταστάσεων. Γράφουν ακόμα οι Γιώργος Χ. Ρεπούσης (δυο εκτενή κείμενα) και Θανάσης Κορακάκης, ενώ ο ζωγράφος Τάκης Σιδέρης, που φιλοτέχνησε εκδόσεις του συγγραφέα, καταγράφει μνήμες από την κοινή τους Καισαριανή. Ζωή θέλω, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα… Φιλοξενούμενος ξένος συγγραφέας του τεύχους είναι ο Γιενς Κρέστιαν Γκρένταλ, ένας εκ των πλέον ποιοτικών δανών συγγραφέων, που εδώ γνωρίσαμε από τα Βιρτζίνια και Ο ήχος της καρδιάς. Στο τελευταίο αναφερόταν στα ιαπωνικά χαρακτικά ukiyo – e, για τα οποία μας λέει: «ukiyo – e» σημαίνει «εικόνες του ρευστού κόσμου. Είναι αυτή η έννοια που μ’ ενδιαφέρει πολύ, που μου φαίνεται συναρπαστική σ’ αυτές τις λεπταίσθητες, τεχνικά άψογες αναπαραστάσεις ανθρώπων, της ζωής τους, του τοπίου, του όρους Φούτζι στο βάθος κ.λπ… Στο πάντα ενδιαφέρον δισέλιδο των διεθνών βιβλιοθηκών, ο Νάσος Χριστογιαννόπουλος μας ξεναγεί στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κουένκα (τρίτη πόλη του Ισημερινού). Η ανάγνωση της εκάστοτε μηνιαίας ξενάγησης ακολουθεί όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις, από την απόλαυση των καταστάσεων (η βιβλιοθήκη παρά την οικονομική στενότητα είναι γεμάτη κάθε μέρα, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της!) μέχρι την οργή, για τις αντιστοιχίες στα καθ’ ημάς. Και ξαναθυμόμαστε τον Χάκκα, για άλλη μια φορά: αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να το μετατρέψω σ’ ένα απέραντο λούνα παρκ. [112 σ.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου