Έχεις βρει, καλότυχε, τον «ωραίο θάνατό» σου και θα τον πετύχεις. Μα εγώ, πώς πρέπει να πεθάνω, για να πεθάνω «ωραία»; έγραφε ο Μ. Καραγάτσης στον Ν. Καββαδία (17.10.1939), ζηλεύοντας την έξοδό του στους ωκεανούς, μακαρίζοντάς τον για τον υγρό τάφο που θα τον περίμενε. O Δημήτρης Ραυτόπουλος («Επιστολική Μούσα. Καραγάτσης Καββαδίας: πολύτροποι – πολύπλαγκτοι άντρες») με την ευκαιρία της πρόσφατα εκδοθείσας αλληλογραφίας τους δράττεται της ευκαιρίας, πέραν της παρουσίασής της, να μας μυήσει στην επιστολογραφία, το ενδιαφέρον της οποίας δεν περιορίζεται στη σημασία της ως παρακειμένου του έργου αλλά έχει και αυτοτελώς λογοτεχνική αξία (θυμίζοντάς μας τις χιλιάδες επιστολές των Βολταίρου, Φλωμπέρ, Μότσαρτ, Κοραή, Λεοπάρντι, Προυστ, Σταντλαλ, Ρίλκε, Κάφκα και τόσων άλλων).
«Η ενθουσιώδης πορεία προς τον ολοκληρωτισμό» του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη αφορά μια οχτασέλιδη παρουσίαση του μείζονος έργου του Λέσεκ Κολακόφσκι, Τα κύρια ρεύματα του μαρξισμού [Leszek Kolakowski, Main Currenst of Marxism: The Founders, The Golden Age, The Breakdown (2005)]. Το έργο (που ο Κολακόφσκι άρχισε να γράφει στη Βαρσοβία το 1968 και όταν εκδιώχθηκε από το πανεπιστήμιο το ολοκλήρωσε σε Καναδά, ΗΠΑ και Οξφόρδη το 1976) ερευνά τις διάφορες μορφές του μαρξισμού ως κινήματος που κατέληξε στον ολοκληρωτισμό του Λένιν, του Στάλιν και του Μάο, σε μια προσπάθεια κατανόησης της περίεργης μοίρας των ιδεών που αρχίζουν από τον προμηθεϊκό άνθρωπο και καταλήγουν στην τερατώδη σταλινική τυραννία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Γ΄ τόμος, όπου απογυμνώνεται η σταλινική εξουσία και η απλουστευτική αλλά πανίσχυρη δομή της, Η εξίσωση «αλήθεια = κοσμοθεωρία του προλεταριάτου = μαρξισμός = κοσμοθεωρία του κόμματος = σκέψεις του ηγέτη» μετεξελίσσεται στον μαρξισμό-λενινισμό, στην ουσία σ’ ένα σταλινικό δόγμα μαζί με τη χρηστομάθεια τσιτάτων από Λένιν, Μαρξ και Έγκελς και φυσικά μόνο εκείνων που ενέκρινε ο ηγέτης. Την εποχή του Στάλιν όλη η πνευματική ζωή των λαών της Σοβιετικής Ένωσης βυθίστηκε στην πλημμύρα του καθολικού ψέματος ενώ σταδιακά εξαφανίστηκαν όλα τα οικονομικά και στατιστικά περιοδικά αλλά και οι σχετικοί επιστήμονες. Ακολούθησαν διώξεις εκατομμυρίων και εκτελέσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Με τις δίκες της Μόσχας «αποδείχθηκε» ότι όλο το παλιό κομματικό στελεχικό δυναμικό, μαζί με τους στενότερους συνεργάτες του Λένιν αποτελούνταν από κατασκόπους, πράκτορες του ιμπεριαλισμού και εχθρούς του λαού.
Η ερμηνεία που δίνει ο Κολακόσφκσι βρίσκεται στην «αρχή του συστήματος σύμφωνα με την οποία ο πολίτης είναι ιδιοκτησία του κράτους και δεν του επιτρέπεται να υπακούει αλλού, έστω κι αν πρόκειται για την ιδεολογία του κράτους, την οποία άλλωστε κανείς δεν δικαιούται να την επικαλείται αυθαίρετα», Οι δίκες της Μόσχας επιδοκιμάστηκαν από ανθρώπους όπως ο Ρομέν Ρολάν και ο Ανρί Μπαρμπύς, ενώ, σπάνια εξαίρεση, ο Αντρέ Ζιντ μίλησε για το καθολικό ψέμα, για τον μεγάλο θρίαμβο της ιδεολογίας πάνω στην κριτική σκέψη και τον κοινό νου. Η αλήθεια ήταν κομματική, συνεπώς κάθε ψέμα μπορούσε να γίνει αλήθεια. Στην δεκαετία του ’30 η διανοητική ζωή εξαλείφθηκε και η λογοτεχνία μετατράπηκε σε πολιτικό προπαγανδιστικό μέσο που στόχο είχε τον εγκωμιασμό του σοβιετικού συστήματος και τους πανηγυρικούς υπέρ του ηγέτη. Ο Σοβιετικός αναγνώστης εκτός από τα ολιγάριθμα προπαγανδιστικά έργα Δυτικών μαρξιστών είχε πλήρη άγνοια για το τι συνέβαινε στη λογοτεχνία, το θέατρο, τη φιλοσοφία. Ο Μαρξισμός είχε μετατραπεί σε παρωδία της θρησκείας: όλα τα χαρακτηριστικά της λαϊκής θρησκευτικότητας επέστρεψαν παραμορφωμένα: οι εικόνες, οι συλλογικές παρακλήσεις, οι εξομολογήσεις (η αποκαλούμενη αυτοκριτική), η λατρεία του ηγέτη).
Στον επίλογο του πολιτικού του έργου ο Κολακόφσκι γράφει ότι ο μαρξισμός ήταν η μεγαλύτερη φαντασίωση του αιώνα μας, οφείλοντας σημαντικό μέρος της επιτυχίας του στη σύνδεση των μεσσιανικών φαντασιώσεων με τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα. Το μεγάλο του δράμα άρχισε όταν στο όνομά του εγκαταστάθηκε η εξουσία του κόμματος. Η ιστορία του μαρξισμού γίνεται πλέον η ιστορία της εξουσίας που τον επικαλείται. Τουλάχιστον η συμβολή του στη διανοητική ιστορία υπήρξε σημαντική. Η παρουσίαση του μέγιστου έργου, αλλά και των ειδικότερων κεφαλαίων του (π.χ. για Γκράμσι, Λούκατς, Μπλοχ) με πολλά παραθέματα είναι εξαντλητική και αξιανάγνωστη. Αντιγράφω από την τελευταία παράγραφο: πόσο δυνατή είναι η ανθρώπινη σκέψη, ακόμα κι όταν συγκρούεται με πανίσχυρες ιδεολογίες.
Παραμένουμε στα βορειοανατολικά άκρα, για ένα κείμενο του Άνταμ Μίχνικ για τον Αντρέι Ζαχάροφ [ορθότερα: Σάχαροφ] (1921-1989), κρίσιμη φυσιογνωμία για τα δημοκρατικά κινήματα στο σοβιετικό μπλοκ, ένα ρώσο πατριώτη του τύπου ενός Τσέχοφ και ενός Γκέρτσεν που προειδοποίησε για την απειλή πυρηνικού πολέμου, καταδίκασε την σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και στο Αφγανιστάν το 1979 και διαμαρτυρόταν ενάντια στις αθέμιτες πολιτικές της κυβέρνησης – στοιχεία που στη Σοβιετική Ένωση απαιτούσαν ηρωισμό. Πλήρωσε πολύ υψηλό τίμημα: κατέστη θύμα μιας μανιώδους συκοφαντικής εκστρατείας, διακρίσεων κατά του ίδιου και της οικογένειάς του και απομόνωσης στο Γκόρκι, υπό συνεχή αστυνομική επίβλεψη. Όλα αυτά υπονόμευσαν την υγεία του και οδήγησαν στον πρόωρο θάνατό του. Δεν ήταν άνθρωπος μονίμως δυσαρεστημένος, ούτε είχε την έμμονη ιδέα της εκδίκησης και μέχρι τέλος παρέμεινε αδέσμευτος από δόγματα και ελεύθερος απ’ όλους τους –ισμούς. Ο Μίχνικ κλείνει με τα λόγια του προαναφερθέντος Κολακόσφκσι, πεπεισμένος πως αντανακλούν την άποψη του Ζαχάροφ: Καμιά νίκη δεν είναι αμετάκλητη, καμιά ήττα δεν είναι οριστική. Αυτό είναι που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζεις.
Δυτικότερα αλλά πάντα στην Ανατολή σ’ ένα δοκίμιο «πολιτικής» μυθανάλυσης («Η πόλη, το σπίτι και τα μετα-φόρα τους») ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς εκκινεί από το μυθιστόρημα της Γκαμπριέλα Αδαμεστεάνου («Χαμένο πρωινό»), αντιπροσωπευτικό μιας γενιάς εγχώριων λογοτεχνών που αναδείχθηκε και ωρίμασε επί παλαιού καθεστώτος και της αναλογεί η διαχείριση της κληρονομιάς του, και επεκτείνεται στους τόπους και μετα-τόπους του Βουκουρεστίου αλλά και παλαιότερων ρουμανικών έργων. Το βιβλίο μας μεταφέρει στον απόλυτα αδρανή χρόνο του υπαρκτού σοσιαλισμού, στην τυπική απελπιστική βραδύτητα ενός χαμένου πρωινού παρατεταμένου για μισόν αιώνα, «στην καρδιά ενός γερασμένου χρόνου, ο οποίος μουχλιάζει και ξεφτίζει καθηλωμένος επιτόπου», όπου «τίποτα δεν λαμβάνει χώρα, παρά ο χώρος». Η συγγραφέας έλαβε ενεργό μέρος στην αυτοοργάνωση και πολιτική δραστηριοποίηση της κοινωνίας των πολιτών στη μετακομμουνιστική Ρουμανία, διευθύνοντας το περιοδικό 22 και θυσιάζοντας την δημιουργική της υπόσταση στο βωμό του εκδημοκρατισμού της χώρας. Μακριά από το 1975 και την απαράλλακτη διαδρομή κάθε ημέρας, όπως ήταν ο τίτλος του πρώτου της μυθιστορήματος.
Στο εισαγωγικό σημείωμα ο Πίτερ Μάκριτζ γράφει για το γλωσσικό πρόγραμμα του Κοραή και η ύλη συμπληρώνεται με τις συνήθεις εκτενείς παρουσιάσεις βιβλίων και ευρύτερων θεμάτων. Οι τίτλοι των κειμένων ενδεικτικοί: Οι ΔΕΚΟ είναι η αρένα μιας γενικότερης πάλης, Κρίση και ελληνικός εξαιρετισμός, Σερβίροντας (επικίνδυνες) κοινοτοπίες. Ο στοχαστής των τριών ηπείρων και των είκοσι πέντε πανεπιστημίων, Η «λεύκανση» των Ελλήνων μεταναστών, Μήπως αυτοχειριάζεται η Δημοκρατία;, Η αδυσώπητη απειλή για τα Βρετανικά Πανεπιστήμια, Φονταμενταλιστικός Προτεσταντισμός.
Εντός της βδομάδας, παρουσίαση του τεύχους του Μαρτίου. Ηλεκτρονικό επισκεπτήριο, επιλογή αναρτημένων κειμένων και παλαιότερα τεύχη εδώ. Στις φωτογραφίες: Κολακόφσκι, Σάχαροφ, Αδαμεστεάνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου