Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Ολιβιέ Ρολέν - Πορτ-Σουδάν

Ήμουν στο Πορτ-Σουδάν όταν πληροφορήθηκα τον θάνατο του Α. κάμποσο καιρό μετά γράφει ο αφηγητής πάνω στο τραχύ χαρτί ενός τετραδίου αγορασμένου στο Χαρτούμ, γράφει για να επιβιώσει, καθώς φαντάζεται πως δεν υπάρχει άλλος λόγος για να γράφουμε. Είχαν γνωριστεί καμιά εικοσιπενταριά χρόνια νωρίτερα, μοιραζόμενοι τις μεγάλες και αόριστες προσδοκίες της αλλαγής του κόσμου και την προσμονή της περιπετειώδους ζωής. Αργότερα εκείνος διάλεξε τη λογοτεχνία κι ο αφηγητής τη θάλασσα, περιφερειακές και αβέβαιες δραστηριότητες που δεν πρόδιδαν εντελώς την ατέλειωτη ονειροπόληση. Έπεσαν μέσα: από τις κακές αυτές επιλογές χωρίς μέλλον, δεν θα συνέρχονταν ποτέ.

Μετά από χρόνια μεταφοράς φορτίων που σάπιζαν στις ακτές της Αφρικής, εξόκειλε εδώ στη στεριά, harbour manager σε ναυαγισμένο λιμάνι, όπου σιχαμερά υβρίδια σκύλου και ύαινας αναζητούν εντόσθια ψαριών κατά μήκος της όχθης, όπου συμμορίες λεηλατούν τα ριγμένα στον πορθμό πλοία. Όλη κι όλη η μετεωρολογία του είναι ο κλίβανος των σύννεφων, οι στρόβιλοι της τριζάτης άμμου από την έρημο της Νουβίας, η πόλη με τις αφυδατωμένες σάρκες σαν της μούμιας. Στο μοναδικό σουδανέζικο λιμάνι που μπορεί να δεχτεί μεγάλα πλοία, τα οποία όμως όλο και σπανιότερα κάνουν σκάλα εδώ, σ’ ένα τόπο με αναθυμιάσεις νεοαποικιοκρατίας, σαν μια τεράστια μαλθακή μηχανή που πασχίζει για την εξόντωση της σκέψης, μετράει τα ναυάγια γύρω του, αυτά τα καταφαγωμένα απ’ τη σκουριά μνημεία που μοιάζουν να σχηματίζουν μια γραμμή παμπάλαιων οχυρών που προστατεύουν μια νεκρόπολη. Σ’ αυτά τα ερείπια όμως βρίσκει γαλήνη, μόνος ή με συντροφιά με κάποια γυναίκα.

Πάντα αγαπούσα τα ναυάγια, είναι οι ματαιοδοξίες μου. Σύχναζα όσο πιο τακτικά μπορούσα σ’ εκείνα που φύλαγαν φρουρά μπροστά από τις στέγες, τις αποθήκες, τους γερανούς, τους τηλεγραφικούς πυλώνες του Πορτ – Σουδάν… Η παλίρροια, γεμίζοντας κι έπειτα αδειάζοντας αυτά τα κάστρα από λαμαρίνα, δημιουργούσε μια παράξενη και βάρβαρη μουσική, μια σύνθεση ρόγχων, σφυριγμάτων, θορύβων πιτσιλίσματος, που εναλλάσσονταν με υπόκωφους κρότους. Σμέρνες κολυμπούσαν …ξετυλίγοντας σαν μακριά πιτσιλωτά μαστίγια τους γλοιώδεις δακτυλίους τους που σύντομα τους τύλιγαν στην κοιλότητα κάποιας μηχανής…

Η καθαρίστρια του φίλου του Α. έμοιαζε σαν να περίμενε από καιρό την άφιξή του. Κι αρχίζει να του μιλάει για μια γυναίκα με κλίση περισσότερο στον ρεμβασμό παρά στο λόγο, μια γυναίκα «ημιπενθή», μια ensimistada (κλεισμένη στον εαυτό της). Έρμαιο των φόβων που δεν θα μπορούσε να τους προσδιορίσει, αλλά που ίσως είχε μάθει να τους χειρίζεται, ακόμη και να τους καλλιεργεί ως το πιο αναμφισβήτητο κομμάτι του εαυτού της. Τα πράγματά της έμοιαζαν ανά πάσα στιγμή έτοιμα για αναχώρηση ή ήταν τακτοποιημένα σαν να είχε μόλις επιστρέψει από ταξίδι. Λες και ήταν η εγκατάστασή της στο σπίτι του Α. σε μόνιμη αμφισβήτηση, σα να είχε στήσει έναν καταυλισμό όπως ένας νομάδας δίπλα σε πηγή που αμέσως μόλις εξαντληθεί θα την εγκαταλείψει ανεπιστρεπτί. Όσο για τον Α., θυμάται η καθαρίστρια, απομονωνόταν συχνά για να γράψει, και τότε έμοιαζε πως σαν να κατοικούσε με φόβο και δέος στην κατοικία ενός νεκρού. Τι τον συνέδεε άραγε με τον Α. και την προ εικοσαετίας Γαλλία;

Τότε δεν υπήρχε «κοινή γνώμη», είχαμε κρίσεις – δηκτικές συχνά, αποτελούσαν όμως έτσι, μου φαίνεται τουλάχιστον, πράξεις που δέσμευαν το πνεύμα, συχνά μάλιστα και το σώμα. Δεν πλέαμε μέσα σ’ αυτόν τον πλειοψηφικό πλακούντα που έβλεπα να τρέφει ένα μαλθακό πλήθος, ένα τεράστιο ζελέ διανοούμενων εμβρύων. Αντλούσαμε δύναμη και περηφάνια ανήκοντας στη μειοψηφία, προχωρώντας πίσω από σημαίες που τις κρατούσαν οι μεγάλοι παρίες. Η μοναξιά δεν ήταν ντροπή Λέξεις όπως τόλμη και θάρρος μας φαίνονταν ωραίες, υιοθετούσαμε, με φόβο, το σύνθημα σύμφωνα με το οποίο δεν είναι αναγκαίο να ελπίζεις για να επιχειρήσεις, ούτε να πετύχεις για να επιμένεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν αποφεύγαμε πάντοτε την γελοιότητα, αλλά τουλάχιστον γλιτώναμε από τον κομφορμισμό.

Στο σπίτι του Α. βλέπει παντού τριγύρω τα σβησμένα τσιγάρα, ελάχιστα καπνισμένα, λεπτές φολίδες στάχτης, καρτέλες από φάρμακα, με τις άδειες πλαστικές κυψέλες τους, μπουκάλια παραταγμένα σε πυκνές γραμμές και φύλλα χαρτιού ζαρωμένα, σχεδιάσματα επιστολών που απηύθυνε σ’ εκείνη, εξορκίζοντάς την να συλλογιστεί καλύτερα το ανεπανόρθωτο που ετοιμαζόταν να διαπράξει, κι ένα ανεπίδοτο γράμμα του προς την παλιά τους φιλία, που τον έφερε ως εδώ. Ποτέ δεν αντικαθιστούσε τους λαμπτήρες όταν καίγονταν κι έτσι από βδομάδα σε βδομάδα το σκοτάδι κατακτούσε καινούργια εδάφη μες στο σπίτι.

Στο κρεβάτι απ’ το οποίο είχε λιποτακτήσει εκείνη, ο Α., όσο καιρό έζησε – και ήταν περίπου έξι μήνες – δεν άλλαξε ποτέ σεντόνια. Κανείς δεν ήξερε αν έπρεπε να αποδοθεί ετούτη η αμέλεια σε κάποιου είδους παράξενο φετιχισμό που θέλησε να συγκρατήσει και να αγαπήσει πέρα απ’ την απουσία, πάνω σ’ αυτό που είχε γίνει το καταγέλαστο μνημείο του νεκρού του έρωτα, το αποτύπωμα ενός σώματος που για καιρό είχε λατρέψει ή απλώς στην ξαφνική αδιαφορία του για το καθετί…

Στο νοσοκομείο όπου έφτασε ο Α., ρημαγμένος από την ανάμειξη αλκοόλ και αντικαταθλιπτικών χαπιών, ο αφηγητής γνωρίζει την νεαρή του νοσοκόμα, την Ούρια. Πρέπει να την βεβαιώσει πως δεν θα σοκαριστεί από τίποτα, πως γνωρίζει ότι «ο πόνος δεν είναι επίσημο δείπνο, ούτε ελεγειακή ποίηση, πως είναι αίμα και ιδρώτας και σκατά». Εκείνη που φρόντιζε τον Α. λέει τώρα στον αφηγητή πως «κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του από τη γέννησή του, τοποθετημένες φύρδην μίγδην σαν ανακατεμένα τραπουλόχαρτα, τις αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν είτε το χαμό του είτε την ευτυχία του». Πως όλοι οι άνθρωποι έχουν μια διπλή κλίση: σε κάποιους όμως είναι τόσο αμυδρή, ώστε τα νερά, απ’ όποια πλευρά κι αν κυλούν, ακολουθούν έναν γαλήνιο ρου, ενώ σε άλλους η παραμικρή βροχή γεννάει χείμαρρους που παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμά τους.

Πριν έρθουν να τον μπουκώσουν με υπνωτικά, ο Α. πάσχιζε να ξαναβρεί την παλιά του οικειότητα με τις λέξεις. Όμως, έλεγε στην Ούρια, αυτές τον είχαν εγκαταλείψει, γιατί είναι κι οι ίδιες μια σωματική υπόθεση. Είχε συνηθίσει από την εφηβεία να ζει μαζί τους, να πολεμάει μαζί τους, να τις υποτάσσει και να υποτάσσεται, να τις νιώθει με όλο τον μηχανισμό του σώματός του. Όμως αυτές δεν ανταποκρίνονταν πλέον στα καλέσματά του, δεν έσπευδαν στη μάχη, δεν απαντούσαν πια στην πρόκληση. Τον άφηναν αποκλεισμένο από το σημείο απ’ όπου άλλοτε περνούσε το ρεύμα του λόγου. Αλλά έχει κι ο αφηγητής τη δική του τραγική ιστορία με μια γυναίκα, με «μια προδοσία που δεν αφήνει τίποτα ακέραιο, ακόμα και το παρελθόν του οποίου αντιστρέφει και δηλητηριάζει εντελώς τη σημασία».

Όσο για τη λογοτεχνία…Είχα κάποιες φορές την εντύπωση ότι οι άνθρωποι ήταν σαν μεγάλα κούφια αγάλματα και ότι στο εσωτερικό τους βούιζε ένας μανιασμένος θόρυβος, κατακερματισμένος απ’ τον άτακτο πολλαπλασιασμός των αντηχήσεων: και η γραφή ήταν μια προσπάθεια να ενορχηστρωθεί αυτή η καθαρή βουή του χάους…Η γραφή θα πρέπει να ήταν η σύνθεση μιας μουσικής ανάμεσα στο πανδαιμόνιο και την αιώνια σιωπή.

Αν αυτό είναι λογοτεχνία, τότε ο Ολιβιέ Ρολέν πράγματι την συγγράφει. Είναι ο μόνος μέχρι συγγραφέας που έχει προσκληθεί τρεις φορές στο ταπεινό μας πανδοχείο (με την Μερόη και τα Τοπία Καταγωγής, ενώ έπεται και μια τέταρτη, για την Χάρτινη Τίγρη, βιβλία που μάς τα γνώρισε η Άγρα). Αν γινόμουν ποτέ συγγραφέας, θα ήθελα να γράφω σαν κι αυτόν. / Εκδ. Άγρα, 2001, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, σ. 131 (Olivier Rolin, Port-Soudan, 1994)

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: