Θυμάμαι πολύ καλά την πρώτη μου επαφή με την λογοτεχνία του Σάκι: ο Σρέντνι Βαστάρ ήταν ένα από τα συναρπαστικότερα διηγήματα που διάβασα ποτέ. Βρισκόταν σε μια επιλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο Ο Άγιος και το Τελώνιο [εκδ. Γράμματα, 1983, μτφ. Άρη Σφακιανάκη]. Χάρη σε μια άλλη συλλογή ιστοριών που εκδόθηκε ως Η τακτική του αιφνιδιασμού και άλλα διηγήματα [εκδ.
Ποταμός, 2000, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου] διάβασα μερικές ακόμα
σπαρταριστές κωμικοτραγικές ιστορίες του ευφάνταστου συγγραφέα. Και
επιτέλους το εκδοτικό κενό καλύπτεται με την παρούσα πλούσια εκλογή
διηγημάτων από τέσσερις συλλογές: Ο Ρέτζιναλντ στη Ρωσία, Τα χρονικά του Κλόβι, Ζώα και θηρία, Τα παιχνίδια της ειρήνης και Το τετράγωνο αυγό.
Αμέσως έτρεξα στον Σρέντνι Βαστάρ
για να ξαναδιαβάσω την ιστορία του δεκάχρονου Κόνραντιν και της
κηδεμόνος του κυρίας ντε Ροπ, που στα μάτια του αντιπροσώπευε «εκείνα τα
τρία πέμπτα του κόσμου που είναι αναγκαία, δυσάρεστα και πραγματικά»·
τα υπόλοιπα δύο πέμπτα συνοψίζονταν σε κείνον και στη φαντασία του. Οι
σπάνιες απολαύσεις του πρόσφεραν επιπρόσθετη ευχαρίστηση αν υπήρχε η
πιθανότητα να είναι δυσάρεστες σ’ εκείνη ενώ εκείνη με τη σειρά της δεν
θα ομολογούσε ποτέ στον εαυτό της ότι τον απεχθανόταν. Ο κόσμος του
μικρού περιορίζεται στον μουντό μελαγχολικό κήπο, όπου τα παράθυρα είναι
έτοιμα κάθε στιγμή να ανοίξουν για να βγει η εντολή «να μην κάνει
ετούτο ή εκείνο».
Αλλά στην άκρη του κήπου, μια ξύλινη αποθήκη στη
φαντασία του μετατρέπεται σε αίθουσα αναψυχής ή καθεδρικός ναός πόσο
μάλλον όταν αποτελεί και το ενδιαίτημα ενός κουναβιού που του προσφέρει
έντρομη χαρά. Το κουνάβι γίνεται θεός και θρησκεία του· κάθε Πέμπτη,
στην σκοτεινή και μουχλιασμένη σιωπή της αποθήκης, το αγόρι λατρεύει
μπροστά στο κλουβί του με μια περίτεχνη τελετή τον Σρέντνι Βαστάρ. Κι
όχι μόνο: τη μυστική λατρεία ακολουθεί μια πικρή ικεσία προς το κουνάβι,
«να κάνει κάτι γι’ αυτόν». Όταν η κυρία ντε Ροπ αντιλαμβάνεται τις
επισκέψεις του στην παράγκα και σπεύδει να την ερευνήσει, ο θλιμμένος
Κονραντίν διαισθάνεται το τέλος…
Ήξερε
ότι η Γυναίκα θα ερχόταν σε λίγο με κείνο το στυφό χαμόγελο που
απεχθανόταν τόσο πολύ πάνω στο πρόσωπό της, και πως σε μία, το πολύ δυο
ώρες, ο κηπουρός θα μετέφερε μακριά τον υπέροχο θεό του, όχι θεό πια,
παρά ένα απλό καφετί κουνάβι μέσα σε κλουβί. Και ήξερε ότι η Γυναίκα θα
θριάμβευε παντοτινά όπως θριαμβεύει και τώρα, και πως εκείνο θα
αρρώσταινε όλο και πιο πολύ κάτω από τη φορτική και καταπιεστική και
ανώτερη σοφία της, ώσπου μια μέρα τίποτε δεν θα είχε πια σημασία γι’
αυτόν, ώσπου μια μένα τίποτε δεν θα είχε πια σημασία γι’ αυτόν, και οι
γνωματεύσεις του γιατρού θα έβγαιναν αληθινές. Και μέσα στον πόνο και τη
δυστυχία της ήττας του, άρχισε να ψέλνει με δυνατή και εριστική φωνή
τον ύμνο του απειλούμενου ειδώλου του… [σ. 83]
Όμως
στη μελαγχολική υπομονή της επερχόμενης ήττας η δειλή ελπίδα πλησιάζει
ψιθυριστά και το υπέροχο, αδιανόητο τέλος της ιστορίας ολοκληρώνει ένα
διήγημα υποδειγματικό, και ως προς την κλιμάκωσή του αλλά και ως προς το
αφηγηματικό μοντέλο του συγγραφέα. Τα παιδιά και τα ζώα, έκθετα στον
κόσμο των μεγάλων, ασφυκτιούν ανάμεσα μέσα στην στείρα λογική και τις
ατέλειωτες υποχρεώσεις του και εκδικούνται με ευφάνταστους τρόπους.
Άλλες φορές πάλι, παγιδεύουν ακόμα και αθώους πρεσβύτερους, ασκώντας,
θαρρείς, διαχρονική δικαιοσύνη για όσα δεινά υπέστησαν από το γένος
τους. Παράμερος παρατηρητής ο συγγραφέας, μας εφοδιάζει με όλες τις
εσωτερικές σκέψεις των αντίπαλων χαρακτήρων του, φορτώνοντας τη γραφή
του με λεκτικό πλούτο και δηλητηριωδέστατη ειρωνεία.
Ποιος να το φανταζόταν πως η συγκεκριμένη θεματική
του Σάκι δεν είναι τυχαία! Η μητέρα του σκοτώθηκε σε τραγικό δυστύχημα
από αφηνιασμένη αγελάδα και το γεγονός αυτό εδραιώθηκε ως ξόρκι στη
λογοτεχνία του, είτε με τη μορφή του ζώου ως φυσικού τιμωρού είτε ως
άγγελος της ειρωνείας και του ανοίκειου. Στη λογοτεχνία του παραχωρεί τη
θέση του τελικού νικητή στη φύση και στην αιωνόβια λειτουργία της. Μετά
τον θάνατο της μητέρας του στάλθηκε στο Ντέβον για να μεγαλώσει με τις
θείες του, που κατέφευγαν συχνά στην σωματική τιμωρία. Πρόκειται για την
δεύτερη πηγή έμπνευσής του, καθώς αντιπαθείς θείες και συγγενείς
διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλά διηγήματά του, αρχικά
κυριαρχώντας και αργότερα υποφέροντας τα πάνδεινα. Έτσι ο Σάκι βρίσκει
ιδανική ευκαιρία να εξευτελίσει τα γελοία ήθη και τις ψεύτικες ηθικές
των «πολιτισμένων» εξουσιαστικών ανθρώπων.
Κι έτσι αρχίζει ο χορός ορισμένων εξίσου απολαυστικών ιστοριών. Στην Αποθήκη
ο μικρός ήρωας είναι ο Νίκολας, που διακρίνει καθαρά πως οι
ηλικιωμένοι, οι σοφότεροι και καλύτεροι άνθρωποι βρίσκονται σε πολύ
μεγάλη πλάνη όσον αφορά θέματα για τα οποία έχουν εκφραστεί με υπέρτατη
αυτοπεποίθηση. Όταν η κατά φαντασίαν θεία του (καθώς ως θεία των
εξαδέλφων του επιμένει «από κάποια αδικαιολόγητη τάση της φαντασίας της
να αυτοαποκαλείται και δική του θεία») τον τιμωρεί απαγορεύοντάς του να
συμμετάσχει στην οικογενειακή εκδρομή, εκείνος απεργάζεται την εκδίκησή
του. Υποκρίνεται πως θέλει να εισέλθει στον απαγορευμένο κήπο με τα
φραγκοστάφυλα και εφόσον η θεία του έχει αναλάβει οικειοθελώς το
αντίστοιχο βάρος, την κρατά σε επιφυλακή όλο το απόγευμα. Αντίθετα,
καταφέρνει να μπει στην κλειστή αποθήκη που διατηρεί η θεία του, που
ανήκει και στην κατηγορία εκείνων των ανθρώπων «που νομίζουν ότι τα
πράγματα φθείρονται από τη χρήση και τα παραδίδου στη σκόνη και την
υγρασία για να τα προφυλάξουν». Η αντεπίθεσή του είναι διπλή: η θεία
παγιδεύεται στη στέρνα του κήπου και στις ικεσίες της για βοήθεια,
εκείνος της θυμίζει την απαγόρευσή της να μπει στον κήπο: Δεν είπαμε
ότι δεν πρέπει να μπω στην κήπο με τα φραγκοστάφυλα; Η φωνή σου δεν
μοιάζει με της θείας μου, μπορεί να είσαι ο Σατανάς…Η θεία μου κάθε τόσο
μου λέει ότι ο Σατανάς θέλει να με βάλει σε πειρασμό, για να γίνω
ανυπάκουος…
Στην Ανοιχτή Μπαλκονόπορτα μια
δεσποινίς δεκαπέντε Μαΐων υποδέχεται τον κύριο Νάτελ, που πραγματοποιεί
την πρώτη του επίσκεψη ως γείτονας. Καθώς περιμένουν την θεία της,
ατάραχη η μικρή Βέρα τον ενημερώνει για την τραγωδία του σπιτιού που
σχετίζεται με την μπαλκονόπορτα του σαλονιού που δεν κλείνει ποτέ: από
εκεί έφυγαν πριν από τρία χρόνια για κυνήγι ο άντρας και τα αδέλφια της
θείας της και δεν ξαναγύρισαν ποτέ, και από εκεί τους περιμένει έκτοτε η
θεία. Η θεία καταφτάνει και ο κύριος Νάτελ θύμα της πλατιά
διαδεδομένης πλάνης ότι άνθρωποι εντελώς ξένοι και τυχαίες γνωριμίες
διψούν τάχα να μάθουν μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τις αρρώστιες και
τις αναπηρίες σου, τις αιτίες τους, και τους τρόπους θεραπείας τους,
εξομολογείται την ιατρική εντολή για ψυχική ηρεμία που τον οδήγησε στη
νέα του κατοικία. Όταν οι κυνηγοί φαίνονται να πλησιάζουν την πόρτα,
έντρομος ο κύριος Νάτελ παίρνει δρόμο, αφήνοντας τις οικοδέσποινες
βέβαιες για την ψυχική του διαταραχή. Η Βέρα δικαιώνεται: οι τερατολογίες εκ των ενόντων ήταν η ειδικότητά της.
Μια άλλη διαβολική νεαρή, η Λάουρα
εξομολογείται στην φίλη της Αμάντα την βεβαιότητα του επικείμενου
θανάτου της και την μετενσάρκωσή της σε πλάσμα κατώτερο, «κάποιο ζώο»,
ίσως κάποια βίδρα, και μετά πιθανώς σε μελαψό αγόρι από την Νουβία. Η
Λάουρα πράγματι πεθαίνει και ο λαχανόκηπος του αντιπαθούς της συζύγου
της Αμάντα αντιπάθησε υφίσταται τα πάνδεινα από μια βίδρα, που τελικά
θανατώνεται, ενώ το ηρεμιστικό ταξίδι του ζεύγους στο Νείλο
αναστατώνεται από ένα μαυριδερό αγόρι. Η Αμάντα πια είναι ανεπίστροφα
ασθενής. Μια ταπεινωτική τιμωρία περιμένει στην Εξιλέωση τον
Οκταβιανό Ρατλ, η ψυχική γαλήνη του οποίου είναι σε μεγάλο βαθμό
εξαρτημένη από την απεριόριστη αποδοχή εκ μέρους των συνανθρώπων του.
Τρία κάτωχρα παιδικά πρόσωπα τον παρατηρούν πίσω από έναν φράκτη να
μακελεύει τα κοτόπουλά του. Η «αμείλικτη παιδική λογική» τον
αιχμαλωτίζει κλιμακωτά σε βαθύ εξευτελισμό.
Αλλά δεν είναι μόνο τα παιδιά και τα ζώα που κυριαρχούν στις δεκάδες ιστορίες του Σάκι. Η βυζαντινή ομελέτα σαρκάζει
με απολαυστικό τρόπο τις σοσιαλιστικές ιδέες της Σόφι Τσάτελ, με τις
προωθημένες της ιδέες όσον αφορά την κατανομή του χρήματος, υπό την
προϋπόθεση της ευτυχούς συγκυρίας του γεγονότος ότι κατείχε και το
ανάλογο χρήμα. Η καταφερόμενη εναντίον των δαιμόνων του καπιταλισμού
κυρία αισθάνεται ήσυχη ότι το σύστημα με όλες τις ανισότητες και αδικίες
του θα μακροημερεύσει τουλάχιστο όσο και η ίδια, τα βρίσκει σκούρα
όταν, ενόψει ενός σημαντικού δείπνου στο σπίτι της, που κινδυνεύει να
ακυρωθεί εξαιτίας της άρνησης του αρχιμάγειρα να σερβίρει την περίφημη
ομελέτα του και της απεργίας από το συνδικάτο των Μαγείρων και των
Υπαλλήλων Κουζίνας.
Κανείς
δε γλίτωσε την πένα του Σάκι: αριστοκράτες ή αναμορφωτές, πολιτικοί ή
συνδικαλιστές, συστημικοί ή τρομοκράτες, σπουδαιοφανείς ή ηλίθιοι, Τα
απροκάλυπτα ή υπόγεια χλευαστικά του σχόλια καλύπτουν ολόκληρο το εύρος
της ανθρώπινης ανοησίας και όπως γράφει στο εξαιρετικό επίμετρο ο
μεταφραστής, «μέσα στην πλήξη του καιρού του, που για ορισμένους
κοινωνικούς κύκλους είχε γίνει ένα είδος ιδεολογίας…είδε τη νοσηρότητα
που συνόδευε αυτή τη μαγγανεία του εφήμερου και την εξάπλωση της
φαυλότητας». Κι ίσως γι’ αυτό έφερε στο κέντρο της γραφής του τόσα
παιδιά: ως το ηθικό αποκούμπι της ηλίθιας κοινωνίας του. Η ίδια αυτή
ανίκανη κοινωνία αφάνισε αυτόν τον τόσο προικισμένο συγγραφέα, που έχασε
άδικα τη ζωή του σε ηλικία 46 χρονών στην πολεμική κρεατομηχανή του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου και μάλιστα ως εθελοντής: λάτρης της ειρωνείας ως την
τελευταία του πνοή…
Εκδ. Ίνδικτος, 2013, μτφ. – επίμετρο
Ανδρέας Σπύρου, σελ. 477 [Οι ιστορίες αντλήθηκαν από τον συγκεντρωτικό
τόμο H.H. Munro – The Compete Short Stories – Saki].
Η εικονογράφηση του Σρέντι Βαστάρ [οι τρεις πρώτες εικόνες της ανάρτησης] από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου