Πανδοχείο
Ένα Χάνι φιλοξενίας εκλεκτών συγγραφέων, μουσικών και άλλων συνταξιδευτών
Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013
Σάκι [Hector Hugh Munro] – Το τετράγωνο αυγό και άλλες ιστορίες
Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011
Όταν με συλλαμβάνω εξ απήνης στο βάθος του καθρέφτη, τρομάζω. Δεν μπορώ να πιστέψω πως έχω όρια, ότι είμαι περιχαρακωμένη και ορισμένη. Νιώθω διασκορπισμένη στον αέρα, σκέφτομαι στο εσωτερικό των ανθρώπων, ζώντας στα πράγματα που βρίσκονται πιο πέρα από μένα την ίδια.
Είναι αδύνατο να ξεχάσεις μια λογοτεχνική ηρωίδα όπως η Ζουάνα, ακόμα και μέρες μετά την ανάγνωση του λόγου της. Πώς να μη σκέφτεσαι τις απερίγραπτες στιγμές όπου κάθε εξωτερικό ερέθισμα, κάθε γεγονός και κάθε εικόνα προτού φτάσει στον εγκέφαλό της και τη λογική του επεξεργασία περνάει πρώτα από το σώμα της, τα σπλάχνα και τις φλέβες της και διαχέεται στον χαώδη άυλο κόσμο που ενοικεί εκεί, κόσμο που άλλοι ονομάζουν συνείδηση, άλλοι ψυχή, βγαίνοντας χρωματισμένο και ξεζουμισμένο, προτού καταλήξει στη μνήμη σε μια ακόμα ατέλευτη άλεση; Μια γυναίκα που τη μια στιγμή αισθάνεται ενωμένη με τα πάντα, κάτοικος αγαπημένων σωμάτων, βιοδιασπασμένη σ’ ολόκληρο το σύμπαν και την άλλη στιγμή απέραντα ερημωμένη, αποκομμένη, απομόνη; Η ελευθερία που ένιωθε πότε – πότε δεν προερχόταν από ξεκάθαρες σκέψεις, μα από μια κατάσταση δημιουργημένη από πράγματα που αντιλαμβανόταν υπερβολικά σωματικά για να διατυπωθούν σε σκέψη.
Η Ζουάνα μας κάνει κοινωνούς της ζωής της ήδη από την εποχή που είναι μικρή, «τόσο λεπτούλα και τόσο πρωιμάδι», τότε που διαρκώς αναλογιζόταν «τι θα συμβεί, τώρα, τώρα, τώρα;», κι όταν τίποτε δεν συνέβαινε εκείνη συνέχιζε να περιμένει εκείνο που θα συνέβαινε. Το πρώτο μάθημα το παίρνει μόνη της, απ’ την σιωπή του λατρευτού της πατέρα: Αποδεικνύεται δύσκολο ν’ απορροφήσεις τους ανθρώπους καθώς η ηλεκτρική σκούπα τη σκόνη. Κι εδώ αρχίζουν τα πρώτα της διλήμματα: αισθάνεται μέσα της ένα τέλειο ζώο, γεμάτο εγωισμό και ζωτικότητα, φοβάται όμως να το ελευθερώσει, μήπως συμβεί κάποια αποκάλυψη… Διακατέχεται άλλωστε ακόμα από την επιθυμία ν’ αρέσει και ν’ αγαπιέται.
Η αναγκαστική μετακόμιση στο σπίτι της θείας της την φέρνει αντιμέτωπη με τις πρώτες αντιδράσεις για την διαφορετικότητά της. Η θεία λυπάται το καημένο ορφανό, αναρωτιέται γιατί στο σπίτι είναι πάντα σιωπηλή, σαν να μην χρειάζεται κανέναν… «κι όταν σε κοιτάζει καλά – καλά στα μάτια λες και σε συνθλίβει…,σαν να γνωρίζει τι σκέφτεσαι…». Αλλά και η μικρή αναρωτιέται για τη θεία (μαγειρεύει, δέχεται επισκέψεις) και τον θείο της (δουλεύει, διαβάζει εφημερίδα, παίζει σκάκι): αυτό είναι η ζωή; Πότε – πότε απασχολημένοι με τα παιχνίδια τους, αντάλλασαν ανήσυχες ματιές, για να σιγουρευτούν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν. Ύστερα, διατηρούσαν και πάλι τη βαρετή απόσταση που μειωνόταν με την ευκαιρία κάποιου κρυολογήματος ή κάποιας επετείου. Αιχμάλωτη στους τέσσερις συμπαγείς τοίχους, θα ακούσει κάποτε τον χαρακτηρισμό «οχιά», που έκτοτε θα της μαυρίζει αμέτρητες σκέψεις. Ο μόνος που φαίνεται πως δεν γνωρίζει ότι είναι οχιά είναι ο καθηγητής της, που της προσφέρει ουσιαστικές λέξεις: Το ιδανικό δεν είναι να έχουμε αξία για τους άλλους. Το ιδανικό είναι να αξίζουμε για μας τους ίδιους. Ποτέ να μην υποφέρεις για το ότι είσαι κάτι και δεν είσαι κάτι άλλο.
Η Ζουάνα μάς παίρνει μαζί της στην πορεία της ζωής της από την παιδικότητα στην ωριμότητα κι από την απόλυτη μοναξιά και στην απόλυτη ένωση με τον Οτάβιου και ξανά πίσω στην μοναξιά. Κινούμαστε συνεχώς ανάμεσα σ’ όλες τις περιόδους της ζωής της, διαβάζουμε τις σκέψεις της – αν υπήρχε Θεός, θα είχε λιποτακτήσει απ’ αυτόν τον κόσμο, τις επιθυμίες της να τρέξει στην παραλία, να ριχτεί μπρούμυτα πάνω στην άμμο, να κρύψει το πρόσωπό της, τις διαπιστώσεις της – όταν την αγγίζουν νιώθει, όταν δεν την αγγίζουν και πάλι νιώθει, τις ερωτήσεις που την βασανίζουν διαρκώς – Τι συμβαίνει αφού γίνουμε ευτυχισμένοι; Τι γίνεται μετά;
Ακόμα και ως ώριμη γυναίκα πλέον δεν παύει να αναρωτιέται: Που ήταν η συνέχεια αυτού που είχε ξεκινήσει παιδί; Κάθε φορά που φεύγει ο Οτάβιου εκείνη μεταμορφώνεται, ακολουθώντας το νήμα της παιδικής της ηλικίας, κινούμενη ανάμεσα στα δωμάτια βαθύτατα μόνη. Θα αναζητήσει την ύπαρξη στις λέξεις, όπως όταν ήταν μικρή και μπορούσε να παίζει ολόκληρα απογεύματα με μία λέξη ξαναγαπώντας κάποιον που της είχε τότε ζητήσει να επινοήσει καινούργιες λέξεις. Αλλά ούτε κι αυτές μπορούν πια να «μιλήσουν» για τις θυελλώδεις της σκέψεις. Είναι περίεργο που δεν μπορώ να πω ποια είμαι. Δηλαδή, το ξέρω πολύ καλά αλλά δεν μπορώ να το πω. Φοβάμαι ιδίως να το πω, διότι τη στιγμή που προσπαθώ να μιλήσω δεν μπορώ να εκφραστώ, σημειώνω πώς μετατρέπεται αργά αυτό που νιώθω σ’ αυτό που λέω. Οι σκέψεις της αμέσως μόλις συλλαμβάνονται γίνονται αγάλματα σ’ έναν κήπο απ’ όπου περνούσε κοιτάζοντας και συνέχιζε την πορεία της. Και άλλωστε υπάρχει πάντα το μετά: Μια μέρα, αφού μιλήσω επιτέλους, θα ’χω ακόμα με τι να ζήσω;
Η ένωσή της με τον Οτάβιου την ωθεί να βουτήξει ακόμα πιο βαθειά στην άβυσσό της, ανάμεσα στον ερωτισμό, την τελειοποίηση ή την ακύρωση του εαυτού. Από τη μία: Η εγγύτητα ήταν μαγικό άγγιγμα, τη μεταμόρφωνε σ’ ένα ον πράγματι ζωντανό, που η κάθε του ίνα ανάσαινε γεμάτη αίμα. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν την τάραζε. Την αποκοίμιζε σαν να ’χε έρθει απλώς και σιωπηλά για να την τελειοποιήσει. Από την άλλη: Έτσι καθώς ο χώρος που περιβάλλεται από τέσσερις τοίχους έχει ιδιάζουσα αξία, όχι τόσο γιατί είναι χώρος, αλλά γιατί περιβάλλεται από τοίχους, ο Οτάβιου τη μεταμόρφωνε σε κάτι που δεν ήταν εκείνη παρά αυτός ο ίδιος και που η Ζουάνα αποδεχόταν από συμπόνια και για τους δυο· στο βαθμό που και οι δύο ήσαν ανίκανοι να λευτερωθούν από την αγάπη, δεχόταν νικημένη τον δικό της φόβο να υποφέρει, την ανικανότητά της να πράξει πέρα από τα σύνορα της εξέγερσης. Κι ακόμα: πώς να συνδεθεί μ’ έναν άντρα αν δεν του επιτρέψει να τη δέσει; πώς να εμποδίσει να ξεδιπλώσει εκείνος πάνω στο σώμα και την ψυχή της τους τέσσερις τοίχους του; Υπήρχε κάποιος τρόπος να έχει τα πράγματα χωρίς να την κατέχουν τα πράγματα; (σ. 35)
Πολυεκτιμημένη για το έργο της και πολυθαυμασμένη για την προσωπικότητά της, η Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) υπήρξε μια από τις κύριες εκπροσώπους του μοντερνισμού – και για ορισμένους του μεταμοντερνισμού – στην βραζιλιάνικη λογοτεχνία και μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Δεν δημιούργησε σχολή, δεν απέκτησε επιγόνους παρά μόνο χαρακτηρισμούς: θηλυκός Κάφκα, γυναίκα Τζόις, συγγένισσα Γουλφ, ώριμη Ρεμπώ, alter Προυστ, λογοτεχνικός Κίρκεργκαρντ – κανέναν τους δεν πάντως ακόμα διαβάσει! Το βιβλίο της Κοντά στην άγρια καρδιά, γραμμένο στην ηλικία των 24, διατάραξε παντοιοτρόπως την λογοτεχνία της χώρας της. Η δεινή γλωσσοπλαστική, το χωροχρονικό θρυμμάτισμα και η ανελέητη ενδοσκοπία καταχωρούσαν την γραφή της ως «ερμητική και δυσνόητη» και το έργο της ως «μη κατατάξιμο».
Μιλάμε για μια γραφή που ενδοσκοπεί και ψυχογραφεί, προσκολλάται στις λεπτομέρειες και τα ασήμαντα περιστατικά της καθημερινής ζωής, δεν ενδιαφέρεται για τα γεγονότα αλλά για τον αισθηματικό τους αντίκτυπο, σωματοποιεί τα άψυχα και πλημμυρίζει με φως τις σκέψεις και τις αισθήσεις. Στην Λισπέκτορ οι αισθήσεις αλλάζουν τις διαστάσεις του περίγυρου, τον φαντασιολογούν, τον μαγεύουν, τον μεταλλάσσουν. Η ίδια είπε κάποτε πως δεν είναι συγγραφέας αλλά κάποια που διαισθάνεται και μεταφέρει στο χαρτί «αισθήσεις». Αγνοούσε πως αυτή η αυθόρμητη κατακύκλωση των γεγονότων μέσω των αισθήσεών της οδηγούσε σε κορυφαία πρόζα.
Στο εξαιρετικό της επίμετρο (βλ. παρακάτω) η μεταφράστρια εντοπίζει, μεταξύ άλλων, τρία βασικά στοιχεία που ανιχνεύονται σε όλο της το έργο: την διάθεση για παραβατικότητα ή παραβίαση όλων των κανόνων ύπαρξης, φέρεσθαι και αισθάνεσθαι, και βέβαια και, (φυσιολογικά και συνακόλουθα!) κάθε λεκτικής φόρμας και νόρμας β) το θέμα της ανθρώπινης ταυτότητας και γ) την εξώθηση της γλώσσας στα όρια της. Αυτή η σωματοποιημένη, εξπρεσιονιστική, μεταστρουκτουραλιστική, υπερρεαλιστική ή μετα-υπερρεαλιστική γραφή, αυτός ο «αυτοσχεδιαστικός λόγος σε στυλ καλειδοσκοπίου» υπήρξε ο μόνος δίαυλος ζωής για την συγγραφέα της. Από τη μια: Γράφω για να σωθώ, όταν γράφω ζω, όταν έχω κενές περιόδους τότε φυτοζωώ και ρίχνομαι πάλι σε νέα περιπέτεια, αρχίζω κάτι νέο για να σώσω τον εαυτό μου. Από την άλλη: Το να γράφω σημαίνει να προσπαθώ να καταλάβω, σημαίνει να προσπαθώ να αναπαράγω το μη αναπαραγόμενο.
Μόνιμα έκπληκτη για τα πάντα, συνεχώς υποψιασμένη και διαρκώς αθώα, σαν μια Αμελί μιας άλλης εποχής, διαρκώς σ’ ένα τρίστρατο αποκαλύψεων, απογοητεύσεων και εκστάσεων, η Ζουάνα αδυνατεί να ζήσει σαν συνηθισμένος άνθρωπος. Αν ο κόσμος δεν είναι δικός της, τότε πρέπει να μάθει τίνος είναι. Αν δεν τον ερμηνεύσει με την δικό της τρόπο τότε ποιος θα το κάνει; Αν για να μείνει μέσω κι έξω ζωντανή πρέπει να αποτραβηχτεί ακόμα κι από τους πλέον αγαπημένους της και να αγνοήσει την ούτως ή άλλως ανύπαρκτη ευτυχία, τότε ας γίνει!
…άπλωσε τα χέρια δίχως να ξέρει τι να τα κάνει, από τη στιγμή που γνώριζε. Να χαϊδευτεί, ίσως, να φιλήσει τον εαυτό της, όλο περιέργεια και ευγνωμοσύνη ου αναγνώριζε τον ίδιο της τον εαυτό..
Στο τέλος της γραφής τι μετράει περισσότερο: να ζεις ή να ξέρεις ότι ζεις αυτή τη στιγμή;
Εκδ. Τυπωθήτω, 2008, επίμετρο – σχόλια – σημειώσεις – μετάφραση από τα πορτογαλικά: Αμαλία Ρούβαλη, σελ. 285 (Clarise Lispector, Perto do Coração Selvagem, 1944).
Το 40σέλιδο επίμετρο της μεταφράστριας περιλαμβάνει τα εξής κείμενα: Η Κλαρίσε Λισπέκτορ και το έργο της, Εργογραφία, Ένταξη του έργου της Λισπέκτορ στη σύγχρονη βραζιλιάνικη λογοτεχνία και Για το Κοντά στην άγρα καρδιά και όλο της το έργο καθώς και Σημειώσεις και Πηγές. Η υποδειγματική αυτή παρουσίαση μιας άγνωστης λογοτέχνιδος μας ώθησε να ζητήσουμε από την μεταφράστρια να μας γράψει για τη δική της σχέση με την Λισπέκτορ. Την ευχαριστούμε ιδιαίτερα και από εδώ,
Αμαλία Ρούβαλη: Η σχέση μου με την Κλαρίσε Λισπέκτορ.
Ήταν Γενάρης του 1977 κι ήμουν ήδη κάποια χρόνια στο Παρίσι, σπουδάζoντας διάφορα. Κυρίως, όμως, είχα ανοίξει κάτι μάτια να, κάτι αυτιά να, κι είχα απλώσει όσες κεραίες διέθετα, όσα κύτταρα διέθετα, για ν’ απορροφήσω γνώση από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα από τα τεκταινόμενα εις Παρισίους και ουχί μόνον. Ήμουν ήδη μέλος του Φεμινιστικού Κινήματος εν πλήρει ανθήσει τω όντι τότε, ετοίμαζα μια διατριβή γι’ αυτό και κινούμουν σε πολλά μέρη της Πόλης των Φώτων, ιδιαίτερα στο κέντρο του, το Καρτιέ Λατέν, έτσι κι αλλιώς καθημερινά για τον άρτον ημών τον επιούσιον στο Φοιτητικό εστιατόριο του Μαμπιγιόν, μεταξύ άλλων. Το Φεμινιστικό Κίνημα, λοιπόν, ήταν στις δόξες του εκείνη την εποχή. Στις δόξες τους ήσαν τότε οι «Εκδόσεις των Γυναικών», αρκετά αριστερίστικες, πλην εμβληματικές. Ως εκ τούτου, ήταν «συνειδησιακό» καθήκον ν’ αγοράζουμε το περιοδικό τους με τον ομώνυμο τίτλο και να περνάμε απ’ την έδρα τους – ήδη από το 1977 – στην οδό Σαιν Πέρ, δίπλα στο Οντεόν, μεσούντος του Καρτιέ Λατέν.
Αρχές Γενάρη, λοιπόν, διάβασα ότι στο τέλος του μήνα οι «Εκδόσεις των Γυναικών» είχαν καλεσμένη «τη μεγαλύτερη, ανατρεπτική και μεταμοντέρνα» συγγραφέα της Βραζιλίας, την Κλαρίσε Λισπέκτορ». Οι «Εκδόσεις» καλούσαν ανά καιρούς διάφορες γυναίκες – σημαντικές προσωπικότητες από όλο το φάσμα της τέχνης και απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. –Σήμερα, σ’ αυτές τις εκδόσεις είναι μεταφρασμένο στα γαλλικά το σύνολο σχεδόν του έργου της Λισπέκτορ –. Εκτός του ότι ήταν ήδη μεταφρασμένη γαλλικά και γνωστή σε φεμινιστικούς κύκλους, υπήρχε και ο ενθουσιασμός για το έργο της Λισπέκτορ της φεμινίστριας συγγραφέα Ελέν Σιξούς -{βλ. Επίμετρο: «Υπάρχει μία λογοτεχνία π.Κ (προ Κλαρίσε) και μ.Κ (μετά Κλαρίσε)», Ελέν Σιξούς, γαλλίδα φιλόσοφος, πανεπιστημιακή και συγγραφέας. Hélėne Cixous, Le rire sur la méduse. Essais sur l´éctriture, Paris, 1977}–. Το 1978, παρακολούθησα ένα σεμινάριό της στο πανεπιστήμιο των Βενσέν για το έργο της Λισπέκτορ.
Εννοείται ότι τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο για να αναζητήσω την επίμαχη συγγραφέα. Υπήρχαν όμως φιλικά βιβλιοπωλεία όπου περνάγαμε μέρος του χρόνου μας για να συναντηθούμε με νέες ιδέες, νέα βιβλία. Πήγα στον φίλο μου τον Μαροκινό Σερζ δίπλα από τη Σορβόννη. «Αυτή, είναι ένα από τα ιερά τέρατα του αιώνα», μου είπε ο φιλότεχνος και καλά πληροφορημένος βιβλιοπώλης. Και με φόρτωσε με όσα βιβλία είχε η βιβλιοθήκη του, άλλα μεταφρασμένα στα γαλλικά, άλλα στα ισπανικά κι άλλα στα πορτογαλικά. Πορτογαλικά τότε δεν ήξερα καλά, τα έβγαζα πέρα μεταξύ ισπανικών και γαλλικών, με τα οποία ήμουν τρίγλωσση, μαζί με τα ελληνικά. Όταν διάβασα το «Κοντά στην άγρια καρδιά» τα τότε λίγα χρόνια ζωής μου άλλαξαν άρδην πορεία θεώρησης των πραγμάτων και κατεύθυνση, ομολογώ ίσαμε τώρα, που οι δεκαετίες έχουν, φευ! αυγατίσει….
Περίμενα με αγωνία την ημερομηνία της εκδήλωσης για να γνωρίσω έστω κι από μακριά τη συγγραφέα.
Δεν ήρθε, η κατάσταση της υγείας της δεν το επέτρεψε. Με τη νεανική τόλμη της άγνοιας, βρήκα τη διεύθυνση της Λισπέκτορ, της έγραψα και της υποσχέθηκα ότι το «Κοντά στην άγρια καρδιά» θα το μεταφράσω στη γλώσσα μου, μόλις μάθω καλά Πορτογαλικά. Τον Ιούλιο, έλαβα στη διεύθυνσή μου στο Παρίσι ένα πολύ ευγενικό γράμμα με ευχαριστείες, παρότρυνση να το κάνω, συμβουλές για την μελλοντική πορεία μου και δύο φωτογραφίες της με την ένδειξη: «όταν το εκδόσεις και εγώ δεν θα ζω, διαλέγεις και παίρνεις…». Η Κλαρίσε Λισπέκτορ πέθανε το ίδιο εκείνο χρόνο του 1977, στις 9 Δεκεμβρίου, παραμονή των 57ων γενεθλίων της. Η Λισπέκτορ είναι ο λόγος που έμαθα Πορτογαλικά. Το συγκεκριμένο βιβλίο πέρασε διάφορες περιπέτειες σε διάστημα δέκα περίπου ετών μέχρι να βρει εκδότη. Παραθέτουμε εδώ φωτογραφίες της συγγραφέως, καθ’ ότι η ελληνική έκδοση εφείσθη αυτών… Δυστυχώς, οι φωτογραφίες που μου είχε στείλει με τα χεράκια της χαθήκανε στη δίνη τόσων και τόσων μετακομίσεων έδρας…
Η Κλαρίσε Λισπέκτορ δεν είναι ένα ή περισσότερα από τα μυθιστορήματά της ή τις συλλογές διηγημάτων της: είναι ένα ολόκληρο σύμπαν, μια θεώρηση πραγμάτων. Όπως σημειώνεται στο Επίμετρο, η Λισπέκτορ δημιουργεί την απόλυτη ανατροπή στο γλώσσα, ωθώντας την στα όριά της. Και ως τέτοια αξίζει να διαβαστεί και να καταγραφεί στο υποσυνείδητο των αναγνωστών της.
Υ.Γ.1. Oφείλω να αναφέρω εδώ την πολύ δημιουργική μου σχέση με τον Ισπανό Basilio Losada, επίτιμο – πλέον – Καθηγητή Πορτογαλικών σπουδών, ο οποίος μετέφρασε πρώτος στα ισπανικά πολλά από τα βιβλία της Λισπέκτορ. Τη σκυτάλη πήρε η κόρη του Ελένα Λοσάδα Σολέρ. Το δε «Κοντά στην άγρια καρδιά» ο Losada το ξαναμετέφρασε εξαρχής το 2003, αναθεωρώντας άρδην την πρώτη του μετάφραση του 1977, την οποία είχα διαβάσει την ίδια εκείνη χρονιά και η οποία έπασχε, πράγματι, σε πολλά σημεία της….
Τα Πορτογαλικά είναι μία «εύκολη» γλώσσα, για όσους γνωρίζουν πολύ καλά ισπανικά και γαλλικά. Η Λισπέκτορ, εντούτοις, παρουσιάζει απίστευτα πολλές δυσκολίες για έναν επαρκή μεταφραστή, καθ’ ότι βασίζει τα γραφτά της στις συν και παρ-ηχήσεις…
Υ.Γ. 2. Το τελευταίο μυθιστόρημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ εν ζωή είναι το «Η ώρα της Σταρ – A hora da estrela», 1977. Γνώρισε ανέλπιστα μεγάλη δημοσιότητα, έκανε τουλάχιστον 65 ανατυπώσεις ως σήμερα και υπήρξε αφετηρία για πολλές θεατρικές και κινηματογραφικές μεταφορές. Η πιο επιτυχημένη ήταν εκείνη της Suzana Amaral το 1985 σε ταινία μεγάλου μήκους. Το 1986 έλαβε την Αργυρή ‘Αρκτο για τη σκηνοθεσία και βραβείο Α’ ρόλου για την πρωταγωνίστριά του Marcelia Cartaxou, στο Φεστιβάλ Βερολίνου και το Μέγα Βραβείο της Μπραζίλιας , στο ομώνυμο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Η ταινία αυτή θα προβληθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα πορτογαλικά με αγγλικούς υποτίτλους, το Σάββατο, 10 Δεκεμβρίου 2011, στο Κέντρο Ισπανικών και Πορτογαλικών σπουδών, Abanico, Κολοκοτρώνη 12, Αθήνα, 19.30 μ.μ.
Ταχύτατες και λαμπερές σκέψεις, σαν εκλάμψεις που διασταυρώνονταν ηλεκτρισμένα, συγχωνευμένες πιότερο σε αισθήσεις παρά σε σκέψεις. Άλλαζε χωρίς μετάβαση, με αργόσυρτους πήδους, από μέρος σε μέρος, ολοένα και ψηλότερους, ξάστερους και έντονους. Και από στιγμή σε στιγμή βυθιζόταν ολοένα και βαθύτερα εντός της, σε σπηλιές με γαλακτόχρωμο φως, με ανάσα πάλλουσα, γεμάτη φόβο κι ευτυχία, όπως, ίσως, στη βύθιση όταν αποκοιμιέται κάποιος. Η διαίσθηση ότι εκείνες οι στιγμές ήταν εύθραυστες την έκανε να κινείται ανάλαφρα, από φόβο μήπως φθείρει, κουνήσει βίαια και διαλύσει εκείνο το θαύμα, την τρυφερή ύπαρξη από φως και αέρα που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα της. (σ. 232)
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
Αλλαγή τοπίου
Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011
Διαβάζω, τεύχος 516 (Μάρτιος 2011)
Λογοτεχνείο, αρ. 86
Κυριακή 13 Μαρτίου 2011
Τζόναθαν Κόου – Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ
Ο 48χρονος Μάξουελ Σιμ βρίσκεται υπόθερμος μέσα στο αυτοκίνητό του στις ερημιές του Αμπερντίν, μαζί με 400 οδοντόβουρτσες και μια κούτα καρτ ποστάλ από την Άπω Ανατολή. Όχι, δεν είναι τρελός, ούτε θρηνεί κάποιον τελειωμένο έρωτα. Αλλά δικαιολογημένα έφτασε ως εδώ, ως όλα αυτά…Θα μας τα διηγηθεί όλα με τη σειρά ή όχι, θα μας αποκρύψει μερικά, θα μας κοροϊδέψει σε μια περίπτωση (αλλά θα το παραδεχτεί αμέσως μετά), θα μας φτάσει πέρα από την Βόρεια Αγγλία μέσω …Αυστραλίας.
Ο Μάξουελ Σιμ είναι ένας άνθρωπος μόνος. Γευματίζει σε περιβάλλον μόνιμου λυκόφωτος στη φορμάικα του μελαγχολικού κυλικείου στο πολυκατάστημα όπου εργάζεται - σ’ ένα τέτοιο τραπέζι γνώρισε την γυναίκα του Κάρολαϊν. Τώρα εγκαταλειμμένος από εκείνη και την κόρη τους και (κα)τεθλιμμένος από την δουλειά του πηγαίνει στην Αυστραλία να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του. Αποτυχία κι εκεί. Μια Κινέζα που απολαμβάνει με την κόρη της μια ευχάριστη βραδιά σ’ ένα εστιατόριο τού ξυπνούν απρόσμενα την ανάγκη για επαφή, την επιθυμία να τους γνωστοποιήσει την ύπαρξή του. Αλλά αδυνατεί: αυτές βρίσκονται στο ένα άκρο της ανθρώπινης επικοινωνίας, εκείνος στο άλλο. Το τείχος της εγγύτητάς τους είναι προστατευτικό και απροσπέλαστο. Αυτός που αδυνατεί να κάνει μια φυσιολογική κουβέντα, τώρα αναζητά απεγνωσμένα μερικές ανταλλαγές λέξεων, έστω και στο γκισέ του αεροδρομίου. Ο μόνος άνθρωπος στον οποίο καταφέρνει τελικά να μιλήσει (μονολογώντας για τον εγκλωβισμό του στο Ουότφορντ) παθαίνει έμφραγμα. Η σειρά κωμικοτραγικών αποτυχιών, κακοτυχιών και ατυχιών είναι ατέλειωτη.
Η επιστροφή στο σπίτι του είναι απογοητευτικότερη: κανένα γράμμα, κανένα ηλεκτρονικό μήνυμα από φίλο, παρά μόνο διαφημιστικά από φαρμακευτικές εταιρείες, η γνωστή «επιμήκυνση», οι κλασικές πορνοσελίδες. Ευτυχώς υπάρχουν οι φίλοι του facebook (οι περισσότεροι από τους οποίους του είναι παντελώς άγνωστοι) αλλά τίποτε κι εκεί - ούτε καν στον «τοίχο»! Αν ένας φίλος του βλέπει τα αυτοκίνητα στους δρόμους ως «μια ατέλειωτη σειρά από παραλίγο ατυχήματα», ο ίδιος τα συσχετίζει με τους ανθρώπους: Κάθε μέρα γυρνάνε γύρω-γύρω, πάνε κι έρχονται όλο βιασύνη, πλησιάζουμε ελάχιστα εκατοστά από τους άλλους και φτάνουμε σχεδόν να τους αγγίξουμε αλλά η πραγματική επαφή είναι ελάχιστη.
Κι όμως, υπάρχει μια φίλη: η γυναίκα του. Μόνο που για να της μιλάει (και για να μαθαίνει τα νέα των αλλοτινών γυναικών της ζωής του), παριστάνει κι αυτός την μητέρα, στο διαδικτυακό κόμβο Mumsnet…Από τη μια οργίζεται που εκείνη γράφει ζεστά λόγια σε μια γυναίκα εντελώς άγνωστη και ανύπαρκτη, από την άλλη αντιλαμβάνεται ότι έχει την ευκαιρία να δει άλλες της πλευρές, απροσπέλαστες κατά τη διάρκεια του γάμου. Ή τελικά μπορεί αυτός να ήταν ο πραγματικός ξένος… Το γεγονός ότι η Κάρολαϊν συνάπτει στενή φιλία με έναν άνθρωπο που δεν είναι παρά αποκύημα της φαντασίας της δικής του φαντασίας είναι εξοργιστικό, όσο και η σαγήνη με την οποία εκείνος αλληλογραφεί μαζί της διεστραμμένη. Οι άνθρωποι θα μεταλλαχθούν σε μια δεύτερη γενιά κοσμικών όντων που θα σχετίζονται μεταξύ τους με έναν τρόπο εντελώς μη σωματικό, μη υλικό.
Μόνος είπαμε; Τι σόι μοναξιά είναι αυτή όταν είσαι ορατός από παντού και ανιχνεύσιμος από τους πάντες; Αν, όπως είχε διαβάσει, πέντε ζευγάρια δορυφορικά μάτια σε παρακολουθούν αδιαλείπτως από το παρατηρητήριό τους ψηλά στον ουρανό, η σκέψη είναι παρήγορη ή τρομακτική; Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή πια, ποτέ δεν είμαστε πραγματικά μόνοι. Τον παλιό καιρό μπορούσες να γράψεις μια ερωτική επιστολή και ο μοναδικός μάρτυρας να είναι το άτομο που θα σε έβλεπε να την ρίχνεις στο γραμματοκιβώτιο. Την σήμερον ημέρα, στέλνεις δύο γραπτά μηνύματα με το κινητό και την επόμενη στιγμή τα βλέπεις στον αναλυτικό λογαριασμό… Όσα e-mail κι αν διαγράψεις από τον υπολογιστή σου, θα παραμένουν πάντα αποθηκευμένα κάπου, σε κάποιον μεγάλο κεντρικό υπολογιστή στη μέση του πουθενά.
Και κάπου εδώ αυγαταίνει η εμμονή (σε σημείο ταύτισης) του Σιμ με την αληθινή ιστορία του Ντόναλντ Κρόουχερστ. Ο Κ. είχε συμμετάσχει ως ερασιτέχνης στον θαλάσσιο γύρο του κόσμου το 1968 – στην ουσία είχε επιλεγεί ως ναυτικός υπερήρωας για να ενσαρκώσει την αντοχή της μεσαίας τάξης της αγγλικής επαρχίας. Εντελώς ανέτοιμος για κάτι τέτοιο, συνειδητοποίησε πως δεν θα τα κατάφερνε κι έτσι άρχισε να ψεύδεται πλαστογραφώντας την πορεία του, ενώ όταν συνειδητοποίησε πως ούτε κι αυτό μπορούσε να κάνει, τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Νωρίτερα είχε βρει βρήκε παρηγοριά στην σιωπηρή επικοινωνία με το χαρτί (η προϊούσα τρέλα του καταγράφεται στα ημερολόγιά του) αλλά τελικά ο ίδιος ο τρομερός ιδιωτικός του βίος, στα όρια του σκάφους του, τον ρούφηξε σαν δίνη.
Πώς θα ξεχαστεί απ’ όλα αυτά; Η ευκαιρία του δίνεται με τη συμμετοχή σε ένα πρότζεκτ ως ένας εκ τεσσάρων πωλητών - πλασιέ οικολογικής οδοντόβουρτσας, που θα κινηθούν προς τα πιο απομακρυσμένα σημεία του ορίζοντα του UK (οι σελίδες όπου περιγράφεται το σύντομο μπρίφινγκ με την εταιρεία, οι τεχνητές επαγγελματικές φιλίες και το ιλαρό κλίμα είναι απολαυστικές).
Αναλαμβάνει το βόρειο άκρο και ξεκινάει: Μ4 ανατολικά, Α404 (Μ) βόρεια, A461, Μ90 - αυτοκινητόδρομοι που σε κάνουν να θέλεις να οδηγείς πιο γρήγορα, σε υποχρεώνουν για να ξεφύγεις από την ανία τους. Ένα οδικό δίκτυο σχεδιασμένο με σκοπό να αποτρέπει ακριβώς την συνάντηση με τους άλλους, να εξασφαλίσουν ότι δεν θα βρεθείς ποτέ κοντά σε μέρη συνάθροισης ανθρώπων. Γύρω τους μια ολόκληρη επαρχία από εταιρείες που ειδικεύονται σε έπιπλα μπάνιου, εμπορικά καταστήματα, σταθμοί εστιατορίων. Αλλά ο φίλος μας αγαπάει τα απρόσωπα μέρη, χωρίς χαρακτήρα, που δεν σε υποχρεώνουν να επιλέξεις, δεν σου προσφέρουν το άγνωστο αλλά αυτό που έχει κάνει εκατοντάδες φορές. Του αρέσει ακόμα και η προσδοκία των ανθρώπων την ώρα που παίρνουν τους δίσκους με το φαγητό. Είναι τα μόνα μέρη που νοιώθει άνετα. Σε μια τέτοια ουτοπική κοινότητα των αποκλειστικά απαραίτητων (φαγητό, ύπνο, ψώνια) ονειρεύεται να ζήσει: σε μια όαση αστικής κοινοτοπίας στη μέση μιας εντυπωσιακής υπαίθρου.
Αλλά όλοι τον κριτίκαραν γι’ αυτό, όπως και για τα πάντα. Υπάρχει κανείς που δεν το κάνει; Μα ναι: η όμορφη γυναικεία φωνή του πλοηγού του εταιρικού του αυτοκινήτου, η Miss GPS της οθόνης του. Μια φωνή χωρίς ίχνος αμφιταλάντευσης και αβεβαιότητας, του μεταδίδει την αίσθηση πως τα πάντα είναι μέλι γάλα και του εμπνέει εμπιστοσύνη. Και το κυριότερο: μπορεί να την ακούει οποτεδήποτε απλώς πατώντας ένα κουμπί. Οι χιλιομετρικές αναφορές και οι παύσεις της του μοιάζουν με ποιητική απαγγελία. Δεν έχει σημασία που εκείνη λέει τα δικά της (στρίψτε αριστερά, συνεχίστε ίσια) κι αυτός τα δικά του. Κουβέντα να γίνεται. Θα την λέει Έμα. Κάποιες φορές διασκεδάζει προσπαθώντας να την μπερδέψει, κάνοντας κύκλους. Εκείνη παραμένει ψύχραιμη, δεν υψώνει καμιά φωνή. Έρωτας προ των πυλών….
Ταξιδεύοντας ο Μάξουελ θα συναντηθεί με διάφορα πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντός του, πάντα στην γνωστή του loser ατμόσφαιρα: δεν είναι τόσο η αποτυχημένη συνάντηση με σύζυγο (όπου η συγκαταβατική της φιλικότητα της οποίας είναι ό,τι χειρότερο για εκείνον) όσο η τραγελαφική έξοδος με την έφηβη πλέον κόρη του (ένα μείγμα αμηχανίας, πλαστής ευθυμίας και αβυσσαλέας ασυμβατότητας που ο ίδιος αποδίδει σε ό,τι δεν έμαθε από τον πατέρα του). Αλλά κυρίως είναι τα τρία αναδυόμενα απ’ το παρελθόν κείμενα (γραμμένα από τη γυναίκα του, μια παιδική φίλη – ανεκδήλωτο έρωτα και από τον πατέρα του) που αναιρούν βασικά σημεία της ζωής του και αναποδογυρίζουν ακόμα και τον άθλιο του κόσμο. Εκεί που έλεγε πως η ζωή δεν μπορεί να γίνει πιο απογοητευτική, μαθαίνει πως κανονικά δε θα έπρεπε καν να έχει ζωή.
Ο δρόμος για τον Βορρά μετατρέπεται σε δρόμο για το Πουθενά. Άλλος ένας σταθμός εξυπηρέτησης, άλλο ένα σάντουιτς, άλλος ένας μονο-διάλογος με την Έμα, που τον βιάζει να εκστομίσει φράσεις που δεν τολμούσε ο ίδιος να πει στον εαυτό του και κυρίως να αποδεχτεί τις δικές του αναίσχυντες πράξεις. Μόνο που σε λίγο η βενζίνη θα σβήσει κι η Έμα θα σιωπήσει. Πανικός. Πανικός ή….;;;;
Θα διαφωνήσω με όσους βλέπουν στον συγγραφέα ειδικό χιούμορ ή ιδιαίτερο βρετανικό φλέγμα. Αυτό το χιούμορ μου φαίνεται πανανθρώπινο, πανεθνικό, διαβρωτικό, ευφυές και απλό, πάρα πολύ απλό. Το μόνο μη πειστικό σημείο του βιβλίο είναι η κάπως αισιόδοξη στροφή του χαρακτήρα προς το τέλος. Φοβάμαι πως στην πράξη μια συνειδητοποίηση σαν τη δική του (πως πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σ’ ένα τούνελ) δεν αρκεί για να δεις τη ζωή αλλιώς. Ευτυχώς η τελευτική συνάντηση με την Κινέζα (που έχει πλέον εξελιχθεί σε «σύμβολο - τοτέμ για το πώς θα έπρεπε να είναι μια πραγματική σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, σε μια εποχή που οι άνθρωποι μοιάζουν να χάνουν την ικανότητα να επικοινωνούν») είναι περισσότερο ρεαλιστική και καταλήγει σε γλυκόπικρο φιασκάκι. Αλλά η αναζήτηση ενός ευρηματικού τέλους, που προφανώς απασχόλησε τον Κόου, καταλήγει σε μια πραγματικά απρόσμενη συνάντηση του ήρωα με τον συγγραφέα (του)!
Ένα έξοχο ανάγνωσμα. Βέβαια το κορυφαίο έργο του Κόου παραμένει, κατά προσωπική άποψη, το Τι ωραίο πλιάτσικο!. Το Σπίτι του Ύπνου βρίσκεται αμέσως μετά και δίπλα του παίρνει θέση κι ο Μάξουελ Σιμ. Πέρα από τις θεματολογικές του επιλογές, ο Κόου παραμένει ένας συγγραφέας που πραγματικά διηγείται ιστορίες. Και τις διηγείται εξαιρετικά, χωρίς να τον βαριέσαι ποτέ. Κι ας τις έχεις σκεφτεί ήδη, κι ας είσαι μέσα σ’ όλες. Αυτός σε προλαβαίνει.
Πάντα θεωρούμε πως οι καθοριστικές, οι πιο πολύτιμες εμπειρίες της ζωής μας χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη μας· κι όμως, για κάποιο λόγο, συχνά αυτές ακριβώς είναι που χάνονται και θαμπώνουν πρώτες (σ. 357).
Εκδ. Πόλις, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, 2010, με τετρασέλιδες σημειώσεις της μεταφράστριας, σ. 506 (Jonathan Coe, The Terrible Privacy of Maxwell Sim, 2010)
Και φυσικά, το πλέον ταιριαστό τραγούδι δεν είναι τόσο το Lonely, Mr Lonely… όσο το: Lonely is a man without love - Engelbert Humberdinck.
Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: εδώ. Στις φωτογραφίες οι αυτοκινητόδρομοι M4, M1 SW Dodworth και M5 Somerset.