
Ο καημένος ο κύριος Επισκοπάκης! Ερωτεύτηκε αυτή την οδοντογιατρέσσα του μαζοχισμού και του αυτοπροσδιορισμού, που οι ήχοι της την ώρα του έρωτος μοιάζουν με κάτι σπαρακτικά ηπειρώτικα μοιρολόγια ή σα να ρουφούν χιλιάδες μέλισσες τη γύρη των ανθών στον κήπο του πατρικού του. Την ερωτεύτηκε «επειδή αγάπησε τη σιωπή του κι ήξερε ν’ ανιχνεύει τους φόβους του» αλλά, πάνω απ’ όλα, επειδή μιλούσε έτσι όπως μιλούσε, όπως ψευδώς εκτόξευε τις λεξούλες της παιγνιδίζοντας ήχους και ρυθμούς (αποδεικνύοντας για νιοστή φορά πως περί βιτσίων και φετίχ ουδείς λόγος). Κι όμως ο πρωτόγονος βουλγαροτραφής διεκδικητής (που του θυμίζει έναν παλιό ποδοσφαιριστή του Αιγάλεω) θα αποδειχτεί γερός αντίπαλος γιατί δεν θα κωλώσει στις αποφάσεις, ίσως κι επειδή ο κόσμος του υπόκοσμου αποτελεί μια νέα χώρα για εκείνη. Τόσο γερός, που θα διεκδικήσει διπλή μοιχεία και θα την απολαύσει με την ψυχή του.
Ο Επισκοπάκης (ή ο συγγραφέας; τα μπερδεύω…) αγωνίζεται να επισκοπήσει τα πάντα που [του] συνέβησαν, συνομιλώντας σφιχτά και φοβικά μαζί μας αλλά και με την ίδια του την αφήγηση και τη διεστραμμένη υποκειμενικότητά της. Άμα φτάσει πάντως κανείς στον πάτο του ευτελισμού και της ταπείνωσης, βρίσκει εκεί τα κατακάθια, τα ψήγματα του εαυτού του. Κι αυτό είναι μια σπουδαία ανταμοιβή. Μ’ ένα τέτοιο πολύτιμο ψήγμα, όπως το νόμισμα στον περαματάρη του Αχέροντα, μπορεί κανείς να εξαγοράσει πράγματα ανεκτίμητα. (σ. 72)

Με το διπλά απρόσμενο κινηματογραφικό αλλά και εντελώς γκογκολικό τέλος, η πολυπόθητη αφομοίωση με το αντικείμενο του πόθου γίνεται κάπως αργά – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Έτσι κι αλλιώς οι άντρες ζούνε για χρόνια σε μια πρωτόγονη ασυνειδησία. Βιώνουν τα πράγματα δεκαετίες μετά. Μόνιμα απόντες και εκτός παιχνιδιού. Εν υπνώσει και σε λήθαργο. (σ. 104) Ταιριαστή μουσική εδώ, σαφώς το Each man kills the thing he loves σε όλες του τις εκτελέσεις!
Αποσπάσματα: Την ηδονή που μου ’δινε η κάθε λέξη της δεν μπόρεσα ποτέ μου να ομολογήσω σε κανέναν. Ούτε και να την ερμηνεύσω. Ήταν διαστροφή, μια καθαρά αφροδισιακή διεργασία. Γιατί έλειωνα πραγματικά που την άκουγα να μιλά κι έτοιμος ήμουν σε κάθε λέξη της – ντρέπομαι να το διατυπώσω, τόσο αφύσικο – να εκσπερματώσω… Τέτοια τερτίπια δεν μου είχε κάνει ποτέ ο εαυτός μου ως τότε. Κι ούτε του το επέτρεπα. Σαν να ’χε ξεφύγει τώρα από μακρόχρονη επίβλεψη και επιστασία, με λοιδορούσε και με περιέπαιζε. (σ. 34)
Συγκολλούσαμε τον λιγοστό και πολύτιμο χρόνο των τριών ωρών έτσι που να αποκτά σώμα και ενότητα και να φαίνεται συνολικά μεγαλύτερος. Γιατί τότε αρχίζει να μετράει ο χρόνος, όταν έχεις κατακτήσει και την παραμικρή γωνιά του χώρου γύρω σου. (σ. 15)

Συντεταγμένες: Ανδρέας Μήτσου - Ο κύριος Επισκοπάκης (Η εξομολόγηση ενός δειλού), εκδόσεις Καστανιώτης, 2007, σελ. 143.
Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/books.asp?id=15651
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου