
Πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ήταν η προσωπική μου βιο-γεωγραφία: ποια μέρη θα συμπεριελάμβανε, ποιοι τόποι θα μαρκάρονταν, ποια περάσματα θα υποδείκνυε το βέλος της γραφίδας, ποιο θα ήταν το τελικό της σχήμα της χώρας των χώρων μου. Ένα τέτοιο οικείο σε όλους μας ερώτημα χρησιμοποιεί ευφυώς ως εύρημα o Γρηγοριάδης στους Χάρτες του. Εβδομήντα στιγμιοτυπο-βιογραφήματα μοιρασμένα σε τέσσερες περιφέρειες (χωριά και κωμοπόλεις / πόλεις και συνοικίες / ξενιτιές και εξορίες / ουτοπίες και δυστοπίες) συναρμολογούν ένα τεράστιο α/Χαρτο-γράφητο κομμάτι της περιφέρειας, των κωμοπόλεων και των πόλεων. Δεν υπάρχουν δημόσια γεγονότα εδώ, ή καθοριστικές ιστορικές συγκυρίες, παρά τα προσωπικά γεγονότα (τα περισσότερα βασισμένα σε πραγματικά περιστατικά, αλλά λίγη σημασία έχει αυτό) που άλλωστε φτιάχνουν τις βιογραφίες των γενιών που ανήκουμε, όσοι συναντιόμαστε εδώ μέσα, ένας πάνω, μία κάτω.
Ένας συγγραφέας που έχει λογογραφήσει όσο λίγοι το σήμερα, την καθημερινότητα και το σώμα, τώρα ανυψώνεται και απομακρύνεται, και τα παρατηρεί – πάντοτε τρυφερά – από ψηλά ή από μεσαία απόσταση. Οι ιστορίες εναλλάσσονται από μια φιλική παρέα διηγητών, με γλώσσα απλούστατη και υπαινίσουσα και με ματιά ευθύβολη και τολμηρή. Αν ο καθένας μας έπρεπε να διηγηθεί μια καίρια στιγμή της ζωής του – όχι οπωσδήποτε καθοριστική αλλά μόνιμο κάτοικο της μνήμη – ποια θα επιλέγαμε; Τι θα ζυγίσει περισσότερο μια σκέψη ή μια πράξη; Ή μήπως το αρνητικό τους, οι ερωτικές ιστορίες που δεν γεννήθηκαν αλλά τις πλησιάσαμε σύρριζα, η επιλογή του διλήμματος που δεν προκρίναμε, οι κινήσεις που έμειναν ανολοκλήρωτες;
Κι ακόμα, πρόσωπα που τρώγονται με τα σαράκια τους, στρατιώτες, επαρχιώτισσες, άστεγοι, ξένοι, άρρωστοι, ιδιότητες που όλοι υπήρξαμε ή μας περιμένουν πιο κάτω, η δέσποινα που αφήνει λυτά τα ένστικτά της, δυο αποκλεισμένοι σ’ ένα τσοντοσινεμά, μια μοδίστρα που προσαρμόζει τα νυφικά στις ψυχές των νυφών, η ταχυδρομική υπάλληλος ταξιδεύτρια απ’ τον Παγκράτι στον Ατλαντικό (ακριβώς έτσι). Δεν είναι ο απόδημος κόσμος μας ένας τηλεφωνικός θάλαμο, ένα καρναβαλικό ντύσιμο που περνάει τόσο φευγαλέα πια, ένα σπίτι σχεδόν σύρριζα στη νέα Εγνατία ή μια χέστρα στην άκρη μιας ρεματιάς, θα σωθούμε αναβαπτιζόμενοι στον κάμπο της Καβάλας ή τα ρέιβ της Σαμοθράκης ή αν θεραπεύσουμε δαιμονισμένες κορασίδες στο θέατρο των Φιλίππων;
Ας έπρεπε να προτείνω ένα αγαπημένο από κάθε ενότητα, θα ήταν τα Αναστενάρισσα (η νεαρή ενδίδουσα σε δυο πολιορκητές, μέσω του ερωτισμού των πελμάτων και της άχνης του ζαχαροπλαστείου), Ο μασέρ (ο πρώην βιαστής πλέον εισβολέας ως μασέρ στην Σάλλυ με τις δυο τηλεοράσεις δίπλα δίπλα), Δεκατρείς γυναίκες (η αποψίλωση ενός μακεδονικού χωριού από τις όμορφες κοπέλες του - η πίσω όψη της μικροϊστορίας) και Ο ήλιος της ερήμου με την πολλαπλασιασμένη ακοή ολόκληρου του παρελθόντος - Τίποτα δεν πάει χαμένο στον κόσμο μας», ομολογεί και κλείνει τα μάτια. Κάθε μόριο, κάθε πληροφορία, κάθε χτύπος περιμένουν να τα περισυλλέξεις και να τα σμίξεις με νόημα. (σ. 252).

Φάκελος φιλοξενούμενου: Παλαιοχώρι Παγγαίου, 1956, Αγγλική Φιλολογία, διδασκαλία στις σχολικές αίθουσες του Έβρου, της Ξάνθης και του Διδυμότειχου, συγγραφή επτά μυθιστορημάτων και μιας συλλογής διηγημάτων, κριτική λογοτεχνίας, συντονισμός ομάδων δημιουργικής ανάγνωσης και σεμιναρίων στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών (με το πλουσιότερο, κατά τη γνώμη μου, βιβλιοφιλικό σάιτ - http://www.serrelib.gr/). Eπισκεπτήρια: http://teogrigoriadis.blogspot.com/), grigori@otenet.gr.
Συντεταγμένες: Εκδόσεις Πατάκης, 2007, σελ. 267
Πρώτη δημοσίευση: www.mic.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου