τυλίγοντας απαλά τον έρωτα στον ξέφρενο θόρυβο
που κάνουν έξω στα μακρουλά κοκαλιάρικα γεγονότα
κάτι αιφνίδιες μοτοσυκλέτες και βλέποντας
τα υπέρτερα πουλιά σαν αντίδοτα
παντού μέσ’ στ’ ολοζώντανο και θυμωμένο δάσος
ωσάν αχόρταγες καρφίτσες της Ειρμαμένης…
Νίκος Καρούζος, Η πρώιμη κόλαση της Εύας Μπράουν, 1982
Σύμβολο ελευθερίας, περιπλάνησης, κοινωνικής πρόκλησης ή διαμαρτυρίας, φετίχ ή προστάδιο ερωτικής αφύπνισης, περιβεβλημένη με τον μύθο μιας νεότητας που αψηφά τον κίνδυνο ή και τον θάνατο, η μοτοσυκλέτα διάνυσε και διανύει μια παράλληλη πορεία στα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, προσφέροντας αφορμή για πλήρη ανθολόγηση. Αν το «Μοτοσυκλέτας εγκώμιον» (Γ. Ιωάννου) αποτελούσε το πρώτο υμνητικό κείμενο, ανοίγοντας τον κύκλο της στην λογοτεχνία της δεκαετίας του ’70, στην επόμενη δεκαετία θα αντικαθιστούσε ολοκληρωτικά το αυτοκίνητο ως το απόλυτο όχημα συναισθηματικής ή πραγματικής φυγής κι όχι μόνο.


Εκδ. Ζήτρος, 2008, σελ. 550.
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 538, 6.3.2009.
Δεν μου χρειάζεται κι άλλη απομόνωση, φτάνει αυτή που έχω στο σπίτι. Δεν μπορώ να κουβαλώ την ατμόσφαιρα του σπιτιού μου πάνω σε τέσσερις ρόδες, ούτε να βλέπω διαρκώς τους άλλους μέσα απ’ τα τζάμια…έγραφε λοιπόν ο Γιώργος Ιωάννου στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στο Μοτοσυκλέτας εγκώμιον, στο πρώτο κείμενο που επικέντρωνε τον λόγο στη μοτοσυκλέτα με τέτοια θέρμη, γράφοντας για το όνειρό του να αλωνίζει με ένα μοτοσακό παραμερίζοντας κάθε τι που εμποδίζει και πνίγει τους ανθρώπους που έχουν δυνάμεις για ξόδεμα. Λίγο αργότερα η Νατάσα Χατζιδάκη στο Café Torino εμπνεόμενη απ’ το φινάλε του Quadrophenia και τις συγκρούσεις των Mods με τα σκούτερ και των Rockers με τις κλασικές μοτοσυκλέτες στιχουργούσε Εκεί όπου τα σκούτερ των εφήβων με τα άνορακ καταποντίζονται…
Ο Σ. Λαζαρίδης (Ηλιόλουστο, Κιλκίς, 1958) έχει ασχοληθεί με ποίηση, διηγήματα, θέατρο, μελέτες, λευκώματα, ιστολόγιο (http://tsalimi.blogspot.com/). Με ετούτη την μελέτη αναδεικνύει, συζητά και αναλύει όλα τα μέχρι τότε λογοτεχνικά κείμενα για την μοτοσυκλέτα και γίνεται ο ιδανικότερος ξεναγός μας για τα δίτροχα λογοτεχνικά ταξιδέματα. Συντροφιά μας ο άγγελος εκδικητής ή αναχωρητής Οργισμένος βαλκάνιος του Νίκου Νικολαΐδη μας, η θρυλική Βέσπα του Τριαντάφυλλου Πίττα και το παρθενικό λογοτεχνικό της ατύχημα, τα αδικημένα πόδια των γυναικών σύμφωνα με τα Χαζά Μπούτια του Βασίλη Βασιλικού, ο Sex Pistol του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη, οι Τελετές Μοτοσυκλέτας του Γιώργου Χρονά - μια τραγική προσπάθεια να ομορφήνεις τα άσχημα - και τα μοτοκρός στο Κερατσίνι, ο Κωστής Μοσκώφ, ο Αλέξης Πανσέληνος, ο Χάρης Μεγαλυνός, ο Γιώργος Κάτος– λείπεις απ’ την μπάρα μας φίλε κι ακόμα δεν το συνηθίσαμε – κι άλλοι πολλοί. Ετούτη η συμπληρωμενη β΄ εκδοση (η πρώτη ήταν από την Διαγώνιο, 1986) ξανάγινε ανάρπαστη και ψάχνοντάς την διαπίστωσα πως λίγα αντίτυπα έχουν απομείνει στα γραφεία του εκδοτικού οίκου... Λίγο αργότερα ακολούθησε μια μικρότερη μελέτη στο περιοδικό Λέξη για «Το αυτοκίνητο στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης» (αρ. 158/Ιούλιος – Αύγουστος 2000).
Τα σελιδοδρόμια των δυο βιβλίων ανοίγουν και γεμίζουν οδηγούς, συνοδηγούς, πρωταγωνιστές, θεατές μάστορες του λόγου. Προηγούνται οι ποιητές και λίγο μετά μαρσάρουν μελάνι οι πεζογράφοι. Περιπλανιόμαστε Από το πάρκο στην Μυροβόλο του Αργύρη Μπακιρτζή, σταματούμε Ταντάλου και Σαπφούς γωνία του προλογίζοντος Ντίνου Χριστιανόπουλου, χαιρετούμε τις θρυλικές πια Ιωάννα και Μαριέτα του Γιώργου Χρονά, διαβάζουμε σε μια κάρτα του Ν.Γ. Πεντζίκη μοτόρ – σικλέτ ήγουν μηχανή θλίψεως και ο χρόνος ακινητοποιείται σε μια συζήτηση του Νίκου Καρούζου με τον Ίκαρο τον Μπαμπασάκη και τον Θάνο τον Σταθόπουλο στο Βολιώτικο περιοδικό Ζάλη, αρ 2: Η πραγματική μου ένταση βγαίνει μέσα από τις συγκινήσεις της μεγαλούπολης. Το να δω, σ’ ένα δάσος, να τρέχει ένα κουνάβι, είναι βεβαίως μια πάρα πολύ ωραία εικόνα, είναι μια αιωνιότητα, αλλά προτιμώ να είμαι στη μεγαλούπολη να βλέπω να τρέχει μια μοτοσυκλέτα μανιωδώς. Να γίνει ο ίλιγγος της μοτοσυκλέτας, εσωτερική ιλιγγιώδης ταχύτητα.
Μ’ όλα αυτά, μου ήρθε πάλι η όρεξη για δίκυκλες περιπλανήσεις, συνεπώς κλείνω και φεύγω με τη μηχανή μου – μηχανή που ορισμένοι κακεντρεχείς βάφτισαν πενηνταράκι παπάκι.

Τα σελιδοδρόμια των δυο βιβλίων ανοίγουν και γεμίζουν οδηγούς, συνοδηγούς, πρωταγωνιστές, θεατές μάστορες του λόγου. Προηγούνται οι ποιητές και λίγο μετά μαρσάρουν μελάνι οι πεζογράφοι. Περιπλανιόμαστε Από το πάρκο στην Μυροβόλο του Αργύρη Μπακιρτζή, σταματούμε Ταντάλου και Σαπφούς γωνία του προλογίζοντος Ντίνου Χριστιανόπουλου, χαιρετούμε τις θρυλικές πια Ιωάννα και Μαριέτα του Γιώργου Χρονά, διαβάζουμε σε μια κάρτα του Ν.Γ. Πεντζίκη μοτόρ – σικλέτ ήγουν μηχανή θλίψεως και ο χρόνος ακινητοποιείται σε μια συζήτηση του Νίκου Καρούζου με τον Ίκαρο τον Μπαμπασάκη και τον Θάνο τον Σταθόπουλο στο Βολιώτικο περιοδικό Ζάλη, αρ 2: Η πραγματική μου ένταση βγαίνει μέσα από τις συγκινήσεις της μεγαλούπολης. Το να δω, σ’ ένα δάσος, να τρέχει ένα κουνάβι, είναι βεβαίως μια πάρα πολύ ωραία εικόνα, είναι μια αιωνιότητα, αλλά προτιμώ να είμαι στη μεγαλούπολη να βλέπω να τρέχει μια μοτοσυκλέτα μανιωδώς. Να γίνει ο ίλιγγος της μοτοσυκλέτας, εσωτερική ιλιγγιώδης ταχύτητα.

Eκδ. Ζήτρος 1998, σελ. 175.
Πρώτη δημοσίευση: http://www.mic.gr/books.asp?id=16738. Στις φωτογραφίες: Νίκος Καρούζος, Γιώργος Ιωάννου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου