Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Μιχάλης Μοδινός - Ο Μεγάλος Αμπάι


Το πλεονέκτημα της φυγής: η απολεσθείσα οντότητα παραμένει άφθαρτη, ολοζώντανη, χωρίς την αναπόφευκτη σφαγή της καθημερινότητας. Αρχέτυπη. Η ουσία της αναδεικνύεται… Όταν το πέπλο έφυγε από τα μάτια μου, αποφάσισα να ανιχνεύσω το τοπίο σαν κάτι που δεν επρόκειτο να ξαναδώ, σαν μια σειρά αποσπασματικών σκηνών που θα μείνουν στη μνήμη άφθαρτες, ανέπαφες από το μακέλεμα της καθημερινής εμπειρίας. Οπλισμένος με μια φρέσκια ματιά, είδα την επαφή μου με τον κόσμο ως διαδικασία απόρριψης των άχρηστων μορφών, για να μείνουν εντέλει εγγεγραμμένες στο εσωτερικό του κρανίου μου ολιγάριθμες καθαρές εικόνες, με μιαν εσωτερική δύναμη και ομορφιά, που καθιστά τη ζωή άξια να βρεθεί. (σ. 122)

Η αναζήτηση των απώτατων πηγών της ροής του Νείλου, μια από τις ομορφότερες ιστορίες του κόσμου και ταυτόχρονα ένα αρχαιότατο συναρπαστικό γεωγραφικό μυστήριο ενώνει στο ίδιο πενταετές ταξίδι ένα υπαρκτό κι ένα επινοημένο πρόσωπο: τον Σκοτσέζο εξερευνητή Τζέιμς Μπρους (που εξέδωσε τελικά το πεντάτομο Travels to discover the Source of the Nile) και τον Έλληνα Ευστράτιο Ταταράκη. Η αδιανόητη περιπλάνηση προς την ανίχνευση του Μεγάλου Αμπάι (του Γαλάζιου Νείλου) εν έτει 1769 και η παρουσίασή της σε ημερολογιακή μορφή από τον Στρατή δεν είναι παρά ο πυρήνας αυτού του σαγηνευτικότατου «μετα-αποικιακού» μυθιστορήματος.

Οι δυο χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν δυο ολόκληρες αντίθετες κοσμοθεωρίες. Είναι και οι δύο φυγάδες – ο καθένας με τον τρόπο του – και κάθε άλλη ομοιότητα σταματά εδώ. Ο Μπρους έχει αποφανθεί προτού καν βιώσει τις καταστάσεις. Η Αφρική είναι γι’ αυτόν ένα μέρος της κρυμμένης αλήθειας, πολλές από τις σελίδες του ημερολογίου του δείχνουν να έχουν γραφτεί πριν το ταξίδι. Αδυνατεί να αφεθεί στις ηδονές της καθημερινότητας, βιάζεται να φτάσει στο στόχο του. Ο Στρατής, αντίθετα, ψάχνει τα «γιατί» και «που» και τα «πώς» της Ιστορίας (η οποία μπορεί και να είναι «η αποτύπωση της παρακμής»), γιατί οι αυτοκρατορίες παρακμάζουν, τι απέγιναν οι θαυμαστοί πολιτισμοί του παρελθόντος, ποιες οι επικράτειες του πολιτισμού και της βαρβαρότητας, ποιος ορίζει τι είναι άγριο και τι πολιτισμένο.

Σε αυτή την ατέρμονη πορεία από τα αιθιοπικά υψίπεδα στα αποπνικτικά φαράγγια και από την αρχαϊκή, αποχαυνωτική ζέστη στον τρόμο της νύχτας σε μέρη άξενα, ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, o Σ. εγκαταλείπει την δειλία του ταξιδευτή – τον φόβο του Άλλου. Μαθαίνει στην έλλειψη οικειότητας, τις αυστηρές φυσιογνωμίες, τα χασκόγελα των γυναικών, τα μουγκανητά των ζώων, την άσκηση στην υπομονή. Αφήνεται στη διαδικασία εμβύθισης στο χρόνο, ο εαυτός του γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης περιπέτειας, μέρος του χώρου και του χρόνου, παύει να είναι εξερευνητής και υποτάσσεται στο τοπίο. Ζω στο παρόν και δεν έχω μέλλον.

Νοιώθει νομάς που οφείλει να αλλάζει ενδιαίτημα – η μοίρα του. Οι νέοι τόποι τον έλκουν περισσότερο από την ηδονή του έρωτα, ο πόνος των χωρισμών είναι ανεκτός συγκρινόμενος με τα οιδήματα της ανίας. Ξέρει πως ο άνθρωπος πλάστηκε ακριβώς για να προσαρμόζεται στους πιο ετερόκλητους τόπους. Νοιώθει την αίσθηση εκατομμυρίων υπάρξεων που κινούνται και ανασαίνουν τριγύρω, κι ας μην τις βλέπει.

Γίνεται ο ίδιος μέρος της πολύχρωμης, ελευθεριάζουσας, ηδονιστικής αφρικανικής κοινωνίας, ενός κόσμου που θεωρεί πως η ανόργανη ύλη έχει ψυχή κι όπου η ερωτική ελευθερία που απολαμβάνουν ήδη από την εφηβεία αποφορτίζει τις εντάσεις και εξοικειώνει με το ανθρώπινο σώμα. Γνωρίζεται με τις αρχέτυπες αφρικανές που δεν γνωρίζουν καν την μεσογειακή περιφρόνηση προς τη γυναίκα. Αφήνεται ελεύθερος στα νυχτερινά τεϊοποτεία των ξέφρενων χορών και της σεξουαλικής ευδαιμονίας - άλλωστε οι λέξεις πόρνη και μπορντέλο δεν υπήρχαν καν στις τοπικές διαλέκτους.

Βλέπει τόπους που του θυμίζουν «ότι η Εδέμ είναι υπαρκτή, αρκεί να έχεις πρώτα διασχίσει την προσωπική σου κόλαση, δηλαδή να έχεις την τόλμη και την ικανότητα να την αναγνωρίσεις». Εξουθενώνεται από τις διαρκείς εναλλαγές τοπίων που μόνο ένας νους σε ακραία πνευματική εγρήγορση μπορεί να ταξινομήσει, ανιχνεύοντας ομοιότητες και διαφορές. Ζει τις ρευστές πραγματικότητες του νερού, της βλάστησης και της ενεργητικής ακινησίας. Ακόμα και στις πιο ήρεμες και στατικές φάσεις, κυριαρχεί ο θρίαμβος του παρόντος και η ηδονή της επαναληψιμότητας, η ευφορία της απραξίας ανάγεται σε υπέρτατη αρχή. Ζει το πετάρισμα της ψυχής μπροστά στο άγνωστο, στιγμές που δεν επιτρέπουν την απουσία του.

Νοιώθει ζωντανός ακόμα κι όταν αισθάνεται πως δε θα μπορούσε να ζήσει όλη του τη ζωή σε αυτές τις συνθήκες ευδαίμονος απραγίας, ακόμα κι όταν αισθάνεται απόλυτη μοναξιά που βαραίνει σαν πέτρα ή λιώνει σαν σε φούρνο μέσα σε εκείνη την άξενη κάψα. Αποδέχεται τις αρχές των αφρικανών που είναι πρωτόγονοι επειδή έτσι το θέλουν, κι όχι επειδή η Ιστορία τους το επέβαλε, συνειδητοποιεί πως ακόμα και ο πόλεμός τους αποτελεί ένα παιχνίδι για μεγάλους, μια εσαεί προέκταση της παιδικότητας. Θεωρεί τις φοβίες και τον πόνο οργανικά ενταγμένους στο σύνολο. Άλλωστε οι κηδείες τους είναι γιορτές γεμάτες ποτό και μουσική, μια αποθέωση της ζωής. Στην Αφρική ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος τρομάζει κανέναν. Ο Σ. μαθαίνει να συνομιλεί με τις ζωές που αφαίρεσε στο παρελθόν κι εκείνες που θα αφαιρέσει στο μέλλον (στα όνειρά του, στην τέχνη του). Ακόμα και το εφιαλτικό οσφραντικό τοπίο το αποδέχεται ως μέρος της ζωής: την αποφορά σφαγείου, τις πηχτές μυρωδιές φοινικέλαιου, ιδρώτα, χρόνιας υγρασίας, σήψης, καπνού, σάπιων ψαριών, μουχλιασμένων διχτύων, κοπριών και κοπράνων, τις οσμές ερωτικών εκκρίσεων, «τις βαριές μυρωδιές της ανθρωπότητας».

Η οικοφιλοσοφική αύρα με την οποία διαποτίζεται αυτή η ατέρμονη εναλλαγή περιπέτειας και γαλήνης είναι εμφανής: μπροστά στον δυτικό ορθολογισμό, το πνεύμα ευρωπαϊκής «υπεροχής» και την θεωρία του «εξωτικού και γραφικού οριενταλισμού», μέσω του Σ. υμνείται η αποδοχή οτιδήποτε ξένου, η προσαρμογή σε κάθε διαφορετικό λαό και πολιτισμό και η παραδοχή της ανωτερότητας της φύσης. Αμφισβητείται η ιδεολογία της ανάπτυξης και φυσικά κάθε έννοια αποικιοκρατίας, εκμετάλλευσης της φύσης και του αφρικανικού πολιτισμού, που σύντομα θα ερχόταν να αλέσει την μαύρη ήπειρο. Η φύση δεν πλήττει – γι’ αυτό δεν πλήττουν και οι άγριοι. Η ανία είναι η ύψιστη έκφραση του πολιτισμού, μια μορφή που ενδυόμαστε για να δικαιολογήσουμε τα επόμενα βήματα: την καθυπόταξη της αγριότητας και του Άλλου. (σ. 91)

Ο άγνωστος τότε Λευκός Νείλος βρίσκεται ακόμα πιο μακριά, όπως και κάθε άπιαστο όνειρο που όσο το πλησιάζεις τόσο διατηρεί την απόστασή του. Δεν έχει σημασία η έκβαση της περιπέτειας και η ανακάλυψη ή μη των πηγών. Το τέλος θα έρθει αλλιώς, έναν αιώνα μετά, τα κενά στο χάρτη θα γεμίσουν ονόματα. Μένουν οι όρκοι που έδωσαν όσοι έδωσαν, ότι θα ζήσουν οι μεν στη μνήμη των δε ως αναπόσπαστα μέρη της φυλετικής τους ιστορίας.

Φάκελος φιλοξενούμενου: Αθήνα, 1950. Γεωγράφος, μηχανικός, ερευνητής, από τους πρώτους ακτιβιστές του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα, ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Νέα Οικολογία (1984- 1997), πλούσια επαγγελματική εμπειρία σε Αφρική και Νότια Αμερική, σειρά βιβλίων και εκδόσεων περιβαλλοντικής ανάπτυξης, οικογεωγραφίας και καταπράσινης ευαισθησίας. Του Αμπάι προηγήθηκε η Χρυσή Ακτή (2005), φέτος κυκλοφόρησε η Επιστροφή. Με τον Μοδινό επιβεβαιώνεται η άποψη που υποστηρίζω καιρό: εκείνοι που έχουν τη γνώση και την πείρα, εκείνοι που ζουν ενδιαφέρουσες ζωές ας πιάσουν τις πένες - κι οι «επαγγελματίες» συγγραφείς ας τις αφήσουν.

… όπου κι αν κατευθυνθείς πάνω στη γη τα πράγματα είναι καλά φτιαγμένα, δηλαδή φτιαγμένα για ν’ αγαπηθούν. Αν κάτι απαρνήθηκα, ήταν η επανάληψη, η ανία. Την απέβαλα από την ψυχή μου σαν αρρώστια του πολιτισμού, εκτιμώντας την πλήρη απουσίας της από την κοσμολογία των αγρίων. (σ. 304)

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006, σελ. 467.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

Προσωπική ενθύμηση: Ο Μεγάλος Αμπάι, ένα από τα γοητευτικότερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων, μου έδωσε μέγιστη αναγνωστική απόλαυση το περσινό καλοκαίρι, στο Νότιο Άκρο της Δυτικής Κρήτης, σ' ένα πέτρινο σπίτι στο Φραγκοκάστελο, κάτω από το Κάστρο και μπροστά από μια θάλασσα που έβλεπε ίσια στην Αφρική και μέσα σε ανελέητες ριπές αέρα και άμμου. Ευχή σε όλους για παρεμφερή θερινή βίωσή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: