Οι πόλεις με έβλεπαν πότε έτσι, ποτέ αλλιώς, όπως τις έβλεπα και εγώ - σαν κενή επιφάνεια, σαν μαύρο φόντο σε κάποιο αγγείο; Ποιος θα ήταν τότε φόντο τίνος, εγώ το φόντο της πόλης ή η πόλη το δικό μου; Γέννημα της Αλεξάνδρειας και θρέμμα της Μεσογείου ο ένας εκ των δύο κεντρικών χαρακτήρων της Ξηράς, αισθάνεται ηλεκτρισμένος από το δίπολο του τόπου καταγωγής και των πόλεων όπου έζησε και ζει ως διπλωμάτης. Όπως οι γονείς του εγκατέλειψαν την γενέτειρα πριν από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών για την άγνωστη και πολλά υποσχόμενη Ελβετία, αντίστροφα αυτός αφήνει την Ζυρίχη σε ένα διαφορετικό «σημείο κατάρρευσης» (ανάμεσα στην ναρκωτική αυτοκαταστροφή των νέων και τον κρατικό αποκλεισμό των εξαθλιωμένων). Με πρωτεύον πρόσχημα την αναζήτηση ενός βιβλίου μαγειρικής του ζαχαροπλάστη παππού του, περιδιαβαίνει τις παραθαλάσσιες νοτιοευρωπαϊκές πόλεις με προσωπικό φύλλο πορείας προς τις προγονικές επικράτειες. Στην άλλη άκρη της διαδρομής, μια βοτανολόγος αφήνει το Βερολίνο για την Βαρκελώνη αναζητώντας την δική της θέση στο ευρωπαϊκό μητροπολιτικό πλέγμα, διασπασμένη ανάμεσα στην εξωτερική εικόνα της Καταλανής, τον κεντροευρωπαϊκό - πρωσικό ψυχισμό και την ιδιότητα της «Γερμανίδας αρραβωνιαστικιάς του διπλωμάτη».
Στις νεανικές μνήμες του άντρα ξεχωρίζει η εικόνα ενός κρεβατιού στρωμένου πάντα όπως σε καμπίνα πλοίου, ένδειξη μιας αδημονίας για τις πόλεις που δεν είχε ανακαλύψει, παράλληλα με μια ιδιόμορφη αντίληψη του ιδωμένου περιβάλλοντος ως έσχατης μοναξιάς, ή και ως θανάτου. Ο πρώιμος διχασμός ανάμεσα στον αλεξανδρινό και τον ελβετικό κόσμο θα μετουσιωθεί σε πεποίθηση πως οι τόποι δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλον αλλά και συνδέονται με γέφυρες αδιόρατες. Πρόκειται για θέμα που έχει απασχολήσει και παλαιότερα τον συγγραφέα (Στους κόλπους των πόλεων: Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια, Εστία, 2005), που γεννήθηκε και ζει στην Ελβετία. Ο λόγος του παρακολουθεί τις μνημονικές προβολές και διαθλάσεις του πρωταγωνιστών του ως λεκτικό ισοδύναμό τους. Όπως ο ήρωας συχνά συναντά ένα αγόρι που δεν είναι παρά ο εαυτός του και αναφέρεται σε έναν «ταξιδιώτη» που είναι ο ίδιος, έτσι και ο συγγραφέας μοιράζει τον αφηγηματικό χώρο στις δυο περιπλανώμενες φωνές, αφήνοντας την γυναίκα να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο και παρακολουθώντας αποστασιοποιημένα τις σκέψεις του άντρα.

Ο άντρας παρακολουθεί τα βλέμματα των ανθρώπων και των πόλεων, από το προστατευτικό μάτι των προλήψεων στους τούρκικους φούρνους και τα λιβανέζικα φαστφουντάδικα στα τεχνητά μάτια της πόλης, τις κάμερες. Αφήνει πίσω του τις πόλεις μόνο και μόνο για να νομίζει πως είναι μπροστά του, επιστρέφει για να τις εγκαταλείψει, τις εγκαταλείπει για να επιστρέψει στην πόλη που είχε αλλάξει και στην οποία θα μπορούσε να καταλάβει τη δική του αλλαγή. Από τις διαθέσιμες γλώσσες της μνήμης επιλέγει την πολυσημία της μαγειρικής, εισχωρώντας στα ενδότερα των παλαιών ζαχαροπλαστείων για μια συμβολική συμμετοχή στις γονιδιακές ενθυμήσεις, προτού αυτές διασκορπιστούν σαν την άχνη των γλυκών. Το μικρό πράσινο τετράδιο με την συλλογή των οικογενειακών γλυκισμάτων γίνεται «εύρημα και σύσταση», ενώ οι διαφορετικές μεταφράσεις αποκαλύπτουν κοινούς γλωσσικούς ρυθμούς και σχέσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, η κοινότητα της βουβής ανάτασης σαν εκείνη που αισθάνονταν οι άνθρωποι ακούγοντας την Ουμ Καλθούμ κρεμώντας τα ραδιόφωνα έξω από τα παράθυρα, απαιτεί πιο δύσβατους δρόμους για να επανέλθει: η γυναίκα μάταια προσπαθεί να προσεγγίσει τους μετανάστες γείτονές της κατά τα θορυβώδη μεταμεσονύκτια δείπνα τους.

Εκδ. Εστία, μτφ. Ιωάννα Αποστόλου, σελ. 268. Στις φωτογραφίες, τα λιμάνια του Αλγερίου και της Αλεξάνδρειας.
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 586, 22.1.2010 (και εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου