Ας πούμε ότι τα χρόνια που γράφτηκαν οι δύο πρώτες συλλογές μου ήταν μια γόνιμη περίοδος μαθητείας, ως καρπός και της γνωριμίας μου με τον Χριστιανόπουλο που μετά το 1985 παρακολουθούσε με στοργή τα γραπτά μου και μου πρότεινε κάποια στιγμή να τα εκδώσω από τη Διαγώνιο. Το κλίμα που επέβαλ-λαν οι καθημερινές βιοτικές ανάγκες, η δύσκολη εμπειρία από τη δημιουργία οικογένειας, η ίδια η φύση της δουλειάς μου που έπρεπε να είναι υπεύθυνη με πίεζαν τότε πολύ και το γράψιμο ήταν μια λυτρωτική διέξοδος. Απ’ όλη αυτή τη συνεργασία μαζί του προέκυψε και η βούληση να τον γνωρίσω καλύτερα, εμβαθύνοντας τόσο στο χαρακτήρα του όσο και στο έργο του (κυρίως τα διηγήματα). Κι εδώ θέλω να σταθώ λίγο. Ο Ντίνος έχει τη δική του φιλοσοφία και τον δικό του «τρόπο» γραφής, που τον έχει διαμορφώσει με πολύ κόπο και είναι συνυφασμένος με τον προσωπικό αξιακό του κώδικα και τις ηθικές αρχές που διέπουν τη ζωή του. Έχω ξαναπεί πως η πορεία του προς το προσωπικό του ύφος ισοδυναμεί με πορεία ηθική, μας μετατοπίζει δηλαδή από το πλαίσιο της τέχνης στο πεδίο της πραγματικής ζωής.

Συνεργάζεστε συχνά με λογοτεχνικά περιοδικά. Θα μας αναφέρετε κάποια αγαπημένα σας μαζί με τους λόγους που σας ελκύουν σε αυτά; Όσον αφορά εκείνα που δεν υπάρχουν πια, τι σας μένει από τις μέρες του Τραμ και τις Παραφυάδας;
Η συνεργασία με τα περιοδικά είναι λαχτάρα μέχρι να γίνει η δημοσίευση του κειμένου σου. Μετά για τους περισσότερους η υπόθεση έχει λήξει. Ωστόσο, για μένα δεν είναι ακριβώς έτσι. Μου αρέσει να ξαναδουλεύω το δημοσιευμένο κεί-μενο, σε σημείο που το οριστικό, του βιβλίου, να διαφέρει καμιά φορά πολύ. Αρκετά από τα υπάρχοντα αξιόλογα λογοτεχνικά περιοδικά μου έχουν κάνει την τιμή να ζητήσουν συνεργασία μου. Κάποια άλλα που δεν εκδίδονται πια δεν τα ξεχνώ. Από τις σελίδες των «Ρευμάτων», για παράδειγμα, εισέπραξα αρκετή ποσότητα αλλά και ποιότητα καλομεταφρασμένης σύγχρονης αμερικανικής λογο-τεχνίας. «Το παραμιλητό», που στέγαζε ένα στενό πυρήνα ταλαντούχων πεζογράφων, το κυκλοφορούσε, με προσωπικές θυσίες και πολύ μεράκι, ένας συνάδελφος εκπαιδευτικός, ο Δημ. Παναγιωτόπουλος. Για μας τότε είχαν ανεπιφύλα-κτα ανοιχτές τις πόρτες τους, το Τραμ ή η Παραφυάδα. Στην πόλη μας όμως υπήρχε και το «Εντευκτήριο» που αποδείχθηκε ανθεκτικότερο και σπουδαίο φυτώριο λογοτεχνών τα κατοπινά χρόνια, και συνεχίζει.

Είναι τόσοι πολλοί… Δεν μπλέκω πάντως τους Έλληνες με τους ξένους – είναι διαφορετική η πρόσληψη. Στα νιάτα μου με είχαν συνεπάρει ο Τσέχωφ, ο Κάφκα και ο Φώκνερ, ενώ η περίπτωση του Σάλιντζερ με γοήτευε με τον κρυπτικό της χαρακτήρα. Τελευταία, με έχουν κερδίσει ο Μπολάνιο και ο Αμανίτι. Από τους Έλληνες, που είναι η ζωντανή γλώσσα κι η πατρίδα μας –πέρα από τους κλασι-κούς– έχω δηλώσει κι άλλες φορές μια αδυναμία σε κάποιους συγγραφείς της πρώτης αλλά κυρίως της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, μερικοί από τους οποίους δίνουν ακόμη το ώριμο έργο τους.
Σας έχει γοητεύσει κάποιος σύγχρονος νέος Έλληνας λογοτέχνης;
Βεβαίως… Αν και δεν τους ξέρω βέβαια όλους. Εάν το βιβλίο κάποιου με συγκινεί του το λέω αμέσως χωρίς περιστροφές. Πάντως απ’ όσους σχετικά νεότερους (όχι στην ηλικία, φυσικά) γνωρίζω, νομίζω ότι σύντομα θα γίνει πάλι λόγος για τη Μαρία Κουγιουμτζή και το Μάκη Καραγιάννη.

Είναι τόσο δύσκολο να αποφασίσεις, όταν είναι μερικές εκατοντάδες τα ελληνικά και τα ξένα μαζί. Ας μείνω σε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα, που επειδή ίσως ήμουν νέος, έχουν εγγραφεί δυνατά στη συνείδησή μου. Δεκαεφτά περίπου χρονών «έκλεψα» από έναν ξεχαρβαλωμένο τόμο της Δημοτικής Βιβλι-οθήκης ένα διήγημα του Φώκνερ που λεγόταν «Καπνός» και με είχε εντυπωσιάσει με τη δεξιοτεχνική σύνθεσή του. Το κρατάω ακόμα φυλαγμένο, κιτρινισμένο από το χρόνο, θέλοντας να πιστεύω ότι «το’ σωσα». Στην παγκόσμια ανθολογία των εκδ. Αυλός του 1960, πρωτοδιάβασα και το αριστουργηματικό διήγημα του Χέμινγουεη «Οι Φονιάδες». Όταν αργότερα έμαθα ότι, μαζί με άλλα δυο από τα καλύτερά του, τα έγραψε μέσα σε μία μέρα, έμεινα κυριολεκτικά άφωνος. Δέος μου προκάλεσε και «Η μεταμόρφωση» του Κάφκα. Είχα τελειώσει το γυμνάσιο και σκέφτηκα ότι κανείς δεν μας είχε μιλήσει για τέτοιου είδους λογοτεχνία. Αρκετές φορές έχω μιλήσει και δημόσια για παλιότερους ή νέους συγγραφείς μας που μου άρεσε πολύ η δουλειά τους. Επίμονα μ’ ενδιέφερε η διηγηματογραφία τους. Όσο για τους κλασικούς μας, να πω ότι μέχρι πέρσι, που δούλευα στο σχολείο, συνήθιζα να διαβάζω στα παιδιά, τις γιορτές, «Το μοιρολόι της Φώκιας» του Παπαδιαμάντη. Στο τέλος με το ζόρι συγκρατούσα τα δάκρυά μου.

Ο Μάρκες είπε ότι η προσπάθεια που καταβάλλεις για να γράψεις ένα σύντομο διήγημα είναι τόσο έντονη όπως για ν’ αρχίσεις ένα μυθιστόρημα. Να μη μιλήσω για την ηδονή του γραψίματος και άλλα τέτοια τετριμμένα που σε καθηλώνουν μέχρι να το τελειώσεις και σε κάνουν να μη λογαριάζεις την κούραση. Πρόκειται για έναν χώρο που με το χρόνο τον οικειώνεσαι και νιώθεις άνετα μέσα του, όπως στο σπίτι σου. Με τη διαφορά ότι δεν σου εξασφαλίζει κανένα ρίσκο, πρέπει να παλέψεις για να ανταμειφθείς. Δεν υπάρχουν εδώ κανόνες και συνταγές, εάν είναι να βγει το διήγημα, θα βγει. Συνήθως κρατώ σημειώσεις και κάνω σκαριφήματα στα οποία κατά καιρούς επιστρέφω. Αυτό συμβαίνει τις στιγμές που νιώθεις μια ευφορική διάθεση, κάτι έχει σαπίσει μέσα σου και καταλαβαίνεις ότι θέλει να βγει στο φως, αναγεννημένο. Ή κάποιο αναπάντεχο ερέθισμα έχει απασφαλίσει τη μυστική δίοδο, απ’ όπου ξεπηδούν πια, αναβρύζοντας, οι λέξεις. Σε αποζημιώνει μόνον όταν πετύχεις ένα καλό αποτέλεσμα. Πάντως, δεν νομίζω ότι η επιλογή μου μπορεί να είναι οριστική. Ήδη έχω περάσει και στη νουβέλα. Ίσως έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες και παραμέτρους (που αφορούν, ειδικότερα, ολόκληρη τη γενιά μου)• είναι κάτι που το σκέφτομαι, αφήστε όμως να σας μιλήσω κάποια άλλη φορά γι’ αυτό.

Πολλές φορές. Οι ήρωες όμως της καθημερινής ζωής, οι άνθρωποι ίσως της διπλανής πόρτας που γλιστράνε και μέσα στα γραπτά μας, βγάζουν πρώτα τα πα-πούτσια τους κι αφήνουν στο ράφι την ταυτότητά τους, πριν δρασκελίσουν το κατώφλι. Θέλω να πω ότι πρόκειται για διαφορετικά πλάσματα. Οι διηγηματικοί ήρωες έχουν συνήθως συντεθεί για να εξυπηρετήσουν έναν αισθητικό στόχο που μπορεί να μην έχει καμιά σχέση με την πραγματική τους υπόσταση. Μερικούς πάλι τους κουβαλάμε μέσα μας από παλιά, μέχρι που η πραγματικότητα μας έδειξε το αντίγραφό τους και μας βοήθησε έτσι να τους αναπλάσουμε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν».

Στην «Ωραιότερη μέρα της» κυριαρχούν οι ανθρώπινες σχέσεις, ο έρωτας, ο διχασμός της ανθρώπινης ψυχής, οι ενοχές για πράξεις ανομολόγητες, η φιλία. Με απασχολεί όμως και το γεγονός ότι όλοι εμείς που βιώνουμε τον ιδιωτικό μικρόκοσμό μας, παθητικά πλέον, έχουμε ενταχθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, σε ένα απειλητικό συλλογικό ή παγκόσμιο σκηνικό, υπομένοντας τις όποιες οδυνηρές συνέπειες. Στη «γειτονιά» μας ή έστω λίγο μακρύτερα συμβαίνουν κάθε τόσο συνταρακτικά γεγονότα, ενίοτε δε ξεσπούν άγριοι πόλεμοι και χάνονται εκατοντάδες ψυχές αθώων (το ενενήντα τοις εκατό των θυμάτων πολέμου σήμερα εί-ναι άμαχοι). Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο τρομοκρατικό κλίμα (που εσχάτως δη-λητηριάζεται κι από την απειλή της οικονομικής παράλυσης) τάχα τι περιμένουμε; Τη σειρά μας;
Από το καλοκαίρι μέχρι τώρα διάβασα τρία μυθιστορήματα του Σαραμάγκου (μου άρεσε ιδιαίτερα το «Όλα τα ονόματα»), δύο συλλογές διηγημάτων, δυο ή τρεις ποιητικές συλλογές (η μία του Γ. Βαρβέρη) καθώς και δυο μελέτες για θέ-ματα που με ενδιέφεραν (Ν. Αποστολίδου, Δ. Κόκορης). Τώρα διαβάζω τα διη-γήματα του Ουίλιαμ Τρέβορ. Μου άρεσε επίσης το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη («Ο γύρος του θανάτου»). Απ’ τα βιβλία που μου στέλνουν επιλέγω ό,τι μου φαίνεται αξιόλογο, αλλά μ’ αρέσει ν’ ανακαλύπτω και μόνος μου. Όλα αυτά βέβαια με πολύ αργούς ρυθμούς. Κατά τα άλλα δεν γράφω τίποτα αυτό τον καιρό. Κρατώ μονάχα σημειώσεις κι αφήνω τα πράγματα να σαπίσουν μέσα μου.
Σημ. Η πρώτη φωτογραφία είναι του Γιάννη Βανίδη. Στην δεύτερη ο συγγραφέας σε ιδιαίτερα αγαπημένο τόπο, τη λίμνη Βόλβη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου