Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ερνέστο Σάμπατο – Διάλογοι


«Συζητώντας υπάρχει κίνδυνος να συμφωνήσουμε».

Ο Ορλάντο Μπαρόνε (1937, δημοσιογράφος, συγγραφέας, πανεπιστημιακός καθηγητής) ονειρεύτηκε μια συζήτηση ανάμεσα στους δυο αγαπημένους του λογοτέχνες, Μπόρχες και Σάμπατο, στην ουσία μια σύμπλευση δυο πλευρών της αργεντινής λογοτεχνίας. Όταν πρότεινε στον Μπόρχες να επιλέξει εκείνος τον δεύτερο συντονιστή των διαλόγων, ο Μπόρχες του απάντησε: «Δεν χρειάζεται, σας έχω τυφλή εμπιστοσύνη». Οι συναντήσεις των τριών έγιναν στο κέντρο του Μπουένος Αϊρες, στον διαμέρισμα του αριθμού 900 της οδού Μαϊπού (αλλά και στο μπαρ της γωνίας Μαϊπού και Κόρδοβα), μεταξύ Δεκεμβρίου 1974 και Μαρτίου 1975.
Εκτός από τις κορυφές της λογοτεχνίας, Μπόρχες και Σάμπατο συνυπήρξαν και στις παρυφές της, όπως π.χ. στις σελίδες του περιοδικού Sur και τις βραδιές στο σπίτι της Σιλβίνα Οκάμπο και του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες – αλλά φίλοι δεν υπήρξαν ποτέ.

Ο μόνος κανόνας του παιχνιδιού ήταν να μην συζητηθούν θέματα πολιτικής επικαιρότητας. Η εποχή ούτως ή άλλως ήταν ταραγμένη, όλη η σύγχρονη αργεντινική ιστορία είναι διαταραγμένη, πολιτικές διαφορές είχαν ήδη απομακρύνει αμφοτέρους, (αν και συμφώνησαν λίγο αργότερα στη χειραψία προς τον δικτάτορα Βιντέλα, όπως διασώζει μια λυπηρή φωτογραφία, αλλά αυτό είναι μια τεράστια συζήτηση). Ένας λόγος παραπάνω η μεταξύ τους συζήτηση να στερείται εκατέρωθεν φιλοφρονήσεων και αλληλολιβανίσματος, και να αγγίζει τον πυρήνες ουσιαστικής διαφωνίας και αντίθεσης.

Η συμπαρουσία του Μπαρόνε στη σκηνή (που επικρίθηκε από κομμάτι της κριτικής) είναι, κατά προσωπική μου αίσθηση, ευπρόσδεκτη, εφόσον ο ίδιος υπήρξε ο αρχιτέκτονας της γέφυρας αλλά κυρίως επειδή αποδίδει το κλίμα των συζητήσεων, με σύντομες περιγραφές του τόπου, των διαθέσεων, της ατμόσφαιρας. Πώς μπορεί π.χ. να αγνοηθεί η πληροφορία πως κάποιες συζητήσεις έγιναν με μόνιμη υπόκρουση το ουρλιαχτό των σειρήνων, καθώς έχουν προηγηθεί οι δολοφονίες του διανοούμενου και πολιτικού ακτιβιστή Σίλβιο Φρόντιτσι και του στρατηγού Κάρλος Πρατς, αντιπροέδρου της Χιλής επί Αλιέντε); Αμφότεροι μιλούν απλά, αυθόρμητα, χωρίς την φορτωμένη σκευή των λογοτεχνικών και δοκιμιακών τους κειμένων, αλλά με το ίδιο βάθος και την ίδια σημασία. Υπάρχει μια διάθεση αυτοσαρκασμού και απομυθοποίησης, ακόμα και λεπτεπίλεπτων ειρωνικών πειραγμάτων. Συχνά οι διάλογοι ξεδιπλώνονται συνειρμικά, η μια πρόταση οδηγεί σε μια θύμηση, που αρπάζει ο έτερος συνομιλητής και την πηγαίνει σε δικές του περιοχές.

Και συζητούν για τα πάντα! Για την λογοτεχνία (Μ.: «Η λογοτεχνία δεν είναι λιγότερο πραγματική απ’ αυτό που ονομάζεται πραγματικότητα»), την διδασκαλία της (Σ.: «η λογοτεχνία θα έπρεπε να διδάσκεται ανάποδα, ξεκινώντας από τους σύγχρονους συγγραφείς που είναι πιο κοντά στη γλώσσα και στα προβλήματα των νέων και καταλήγοντας στους κλασικούς»), το μυθιστόρημα (Σ.: «είναι σαν μια ήπειρος. Για να φτάσεις σ’ ένα όμορφο μέρος, καλείσαι ξαφνικά να διασχίσεις λίμνες ή απέραντες ελώδεις εκτάσεις, να διατρέξεις ατελεύτητους δρόμους, γεμάτους σκόνη και λάσπη…όποιος θέλει να βρει ένα θησαυρό στο Μάτο Γκρόσο θα πρέπει να αντιμετωπίσει πολλούς κινδύνους»), το γράψιμο (Μ.: «με ανακουφίζει, με βοηθάει να λησμονήσω τον εαυτό μου, τις συνθήκες της ζωής μου»), την μετάφραση (Σ: «Στην πραγματικότητα κάθε μετάφραση είναι αποτυχημένη, αφού δεν υπάρχουν ακριβείς αντιστοιχίες», Μ.: «Γι’ αυτό φταίνε τα λεξικά, που κάνουν τον κόσμο να πιστεύει πως υπάρχουν ισοδύναμα, ενώ δεν υπάρχουν», Σ.: «είναι προτιμότερο ένας συγγραφέας να μεταφράζεται από κάποιον λιγότερο αναγνωρίσιμο συγγραφέα χωρίς ιδιαίτερο προσωπικό ύφος»).

Συνομιλούν για την τέχνη (Σ.: «το έργο της τέχνης υπερβαίνει τους κανόνες του δημιουργού του»), την καλλιτεχνική ελευθερία (Σ.: «Οι επαναστάσεις είναι συντηρητικές στον τομέα της τέχνης. Ο καλλιτέχνης είναι ο κατεξοχήν επαναστάτης γι’ αυτό και οι επαναστάσεις δεν τα ’χουν καλά μαζί του»), την κινηματογραφική μεταφορά της λογοτεχνίας (Μ.: «με βρήκαν προκειμένου να γυρίσουν στον «Νεκρό». Τους είπα να μη σεβαστούν το κείμενο του διηγήματος. Τους θύμισα πως άλλο πράγμα είναι η λογοτεχνία και άλλο ο κινηματογράφος…Επέμεινα να χρησιμοποιήσουν το διήγημα ως αφετηρία και τίποτε περισσότερο, και ν’ αφήσουν τη φαντασία τους να πετάξει. Τους ζήτησα, επίσης, να μη γραφτεί τα’ όνομά μου, ή να γράψουν απλώς «βασισμένο στο διήγημα…»). Συχνά εξειδικεύουν σ’ εκείνους που διάβασαν περισσότερο και διαρκώς: τον Δον Κιχώτη (Μ.: «ο χαρακτήρας είναι πιο σημαντικός απ’ όσα του συμβαίνουν»), τον Στίβενσον (Σ.: «ό,τι αποσιωπά συχνά είναι σημαντικό απ’ ότι λέει ρητά»), τον Μαρτίν Φιέρρο, τον Μασεδόνιο Φερνάντες, τον Εστεμπάν Ετσεβερρία. Και φυσικά δεν θα μπορούσαν ποτέ να λείπουν η αυτοκτονία, η τρέλα, ο θάνατος.

Οι συζητήσεις κάποτε έπρεπε να τελειώσουν (αλλιώς το βιβλίο θα ήταν αιώνιο, όπως ειρωνεύτηκε χαρακτηριστικά ο Μπόρχες). Ο Μπαρόνε μελαγχολεί καθώς το παμπάλαιο μαγνητόφωνο General Electric και οι ηχογραφήσεις – αντικείμενο επεξεργασίας στην κονσόλα του παλιού ραδιοφωνικού σταθμού σώπασαν και τα αρνητικά του φωτογράφου φαίνονται οριστικά χαμένα. Όμως έχτισε για λίγο μια γέφυρα ανάμεσα σε δυο όχθες της αργεντινής λογοτεχνίας. Μπορεί «τα λεγόμενα του ενός φαίνονται ασύνδετα μ’ εκείνα του άλλου. Ωστόσο, ένα αδιόρατο πλέγμα, ένα κρυφό υφάδι τα ενώνει… αποφεύγουν τις αβρότητες όπως και τη σύγκρουση γιατί ο θησαυρός είναι και των δύο ή κανενός». Σαν «δυο θηρευτές που κυνηγούν διαφορετικά θηράματα σε διαφορετικές περιοχές και που ποτέ δεν θα συναντηθούν. Δεν ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια αλλά ενοικούν διαφορετικά σύμπαντα». Πράγματι, οι συγγραφείς ξανασυναντήθηκαν μονάχα μια φορά. Αλλά αν μια συνάντηση έχει το περιεχόμενο, τα βάθη, την αξιοπρέπεια και τον αλληλοσεβασμό των δικών τους, τότε ήταν άξια ύπαρξης, ακόμα συμβεί μονάχα μια φορά.

Κάθε φορά που οι θεωρητικοί επικαλούνται τον Άνθρωπο με άλφα κεφαλαίο, θα πρέπει να φοβάται κανείς: είτε αποκεφαλίζουν χιλιάδες ανθρώπους με άλφα μικρό είτε τους βασανίζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. (Σάμπατο, σ. 45)

[Περί Θεού] Πρόκειται για την κορυφαία επινόηση της φανταστικής λογοτεχνίας. Τα γεννήματα της φαντασίας του Γουέλς, του Κάφκα ή του Πόε ωχριούν μπροστά στο επινόημα της θεολογίας. Η ιδέα ενός τέλειου, παντοδύναμου όντος είναι κατεξοχήν φανταστική. (Μπόρχες, σ. 46)

Εκδ. Printa, [Σειρά Εκ Βαθέων], 2010, Καταγραφή: Ορλάντο Μπαρόνε, μτφ.: Δήμητρα Παπαβασιλείου, με 186 σημειώσεις της μεταφράστριας, 255 σελ. (Jorge Luis Borges – Ernesto Sabato, Diálogos, 1976).

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: mic.gr. Στην τελευταία φωτογραφία: σκίτσο του Μπόρχες για το τανγκό - το οποίο φυσικά δεν λείπει από την συζήτηση...

Δεν υπάρχουν σχόλια: