Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Νέα Εστία, τεύχος 1839 (Δεκέμβριος 2010)

Αφιέρωμα στον Γκυστάβ Φλωμπέρ
Εκατόν τριάντα χρόνια από το θάνατό του

Ο μύθος, η περιπέτεια σ’ ένα μυθιστόρημα δεν με απασχολεί καθόλου. Η έγνοιά μου, όταν γράφω μυθιστόρημα, είναι να αποδώσω ένα χρώμα, έναν τόνο. Λόγου χάριν, στο μυθιστόρημά μου για την Καρχηδόνα [Σαλαμπώ], θέλω να δείξω κάτι το πορφυρό. Όσο για τα υπόλοιπα, χαρακτήρες, πλοκή, όλα είναι λεπτομέρειες. Στη Μαντάμ Μποβαρύ, η μόνη μου έγνοια ήταν αποδώσω ένα γκρίζο τόνο, αυτό το μουχλιασμένο χρώμα που έχουν οι σκολόπενδρες.

… έγραφε ο Φλωμπέρ, που ανεξάρτητα από την επιθυμία του κατόρθωσε πολύ περισσότερα. Το παραπάνω παράθεμα μας κοινωνεί η Λίζυ Τσιριμώκου που στρέφει το μικροσκόπιό της προς τον Κύριο Μποβαρύ. Ο Σαρλ απέχει παρασάγγες από τον ιδεότυπο του «ντελικάτου εραστή» που έχει πλάσει ο νους της Έμμας (ο Φλωμπέρ γελοιογραφεί τον ρομαντισμό και τον ρεαλισμό συνάμα, την ανεδαφικότητα του ενός και την αφόρητη πεζότητα του άλλου, εκθέτοντας τη μωρία αμφοτέρων) και διακρίνεται από παθητικότητα και ατολμία, εναποθέτει την ευτυχία και το μέλλον του στα χέρια της, καθίσταται σκλάβος της, ένας κύριος της κυρίας.

Τίποτε δεν συμβαίνει στο επαρχιακό πλαίσιο της ευφάνταστης Έμμας, αλλά αυτό το χρόνιο τίποτε σαρκώνεται προοδευτικά σε κάτι βαρύ, πιεστικό και απειλητικό. Η μετάβαση από τη σκοπιά του Σαρλ στη σκοπιά της Έμμας συντελείται σταδιακά, σχεδόν αόρατα κι εμείς συνεχίζουμε να παρακολουθούμε τις κινήσεις του μέσω της δικής της ματιάς. Έτσι ο συγγραφέας καθίσταται βιρτουόζος της τέχνης της μετατοπιζόμενης εστίασης. Κι αν το κείμενο του Φλωμπέρ ενίσχυσε το κύρος της ρεαλιστικής γραφής, η απομυθευτική λογική του αναιρούσε στην πράξη κάθε σχετικό στύλωμα, λειτουργώντας ως πρώιμο αντιμυθιστόρημα, υπονομεύοντας και αποδομώντας το περίγραμμα του παραδοσιακού μυθιστορήματος

Ο Σωτήρης Παρασχάς (Η αποτυχία της ιδιοφυΐας στο Μπουβάρ και Πεκυσέ) εστιάζει στην αμφίσημη σχέση του συγγραφέα με τους δυο χαρακτήρες, η ιστορία των οποίων, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με μια ιστορία διαδοχικών και γελοίων αποτυχιών, ενώ η υποτυπώδης, σχεδόν ανύπαρκτη πλοκή τους καθιστά ως αλληγορίες ή ενσαρκώσεις αφηρημένων εννοιών - άλλωστε η αφέλεια και η ανοησία αποτελούν πάγια χαρακτηριστικά των ηρώων του συγγραφέα. Σε αντίθεση όμως με τους άλλους φλωμπερικούς χαρακτήρες, εκείνοι δεν βιώνουν την πραγματικότητα από δεύτερο χέρι: τα βιβλία δεν αποτελούν πηγή εμπειρίας αλλά απλώς (ελαττωματικά) όπως αποδεικνύεται) εργαλεία για να κατανοήσουν και να αλλάξουν την πραγματικότητα. Η αποτυχία όλων των δημιουργικών προσπαθειών τούς στρέφει στην αντιγραφή, δημιουργώντας ένα σώμα αποσπασμάτων που δηλώνει την αδυναμία δημιουργίας ενός οργανικού όλου, έναν κέντρωνα της ανθρώπινης ανοησίας. Αλλά έχει ήδη σηματοδοτηθεί η αποτυχία της ίδιας της έννοιας της ρομαντικής ιδιοφυίας του συγγραφέα, που αντικαθίσταται πλέον από τον συγγραφέα – χειροτέχνη.

Ο Μιχαήλ Πασχάλης («Κάλπαζε σαν το ελάφι»: η ιπποποδία και ο σπαραγμός του Ιππολύτ Τωταίν) ερευνά πρωτογενώς την λογοτεχνική καταγωγή του Τωταίν, του κουτσού σταβλίτη του πανδοχείου «Το Χρυσό Λιοντάρι» στην Μαντάμ Μποβαρύ και καταλήγει στον μυθικό Ιππόλυτο. Τόσο ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη και του Σενέκα όσο και ο Ιππολύτ του Φλωμπέρ αποτελούν «αποκλίνουσες» περιπτώσεις (ανέραστοι και μισογύνηδες οι πρώτοι, σωματικά αδύναμος – δύσμορφος ο δεύτερος) και τιμωρούνται γι’ αυτό. Αν όμως εκείνοι διαπράττουν ύβρη, ο φλωμπερικός ήρωας είναι ευτυχής όπως είναι –η κοινωνία δεν αποδέχεται την στρεβλότητα του ποδιού του και επιχειρεί να το ισιώσει. Για άλλη μια φορά η κοινωνία αναλαμβάνει να διορθώσει αυτό που τολμά να αποκλίνει από τον κανόνα της, σκέφτομαι καθώς διαβάζω την εξαιρετική πρωτογενή σημασιολογική έρευνα του γράφοντος.

Τρεις ακόμα φλωμπερικές καταθέσεις συμπληρώνουν ένα σύνολο κειμένων ευανάγνωστο και αξιανάγνωστο: Απηχήσεις του γερμανικού ιδεαλισμού στην αισθητική σκέψη του Γουσταύου Φλωμπέρ (Δημήτρης Πολυχρονάκης) Ο Ζιντ αναγνώστης του Φλωμπέρ (Γιάννης Δημητρακάκης) και Η Μαντάμ Μποβαρύ και η κριτική, Α΄1857 – 1880 (Σ.Ν. Φιλιππίδης), Γκυστάβ Φλωμπέρ (1821 – 1880). Μια επιστολή στον Μωπασσάν (Οντέν Βαρών – Βασάρ).

Τέλος, αναπόσπαστο κομμάτι της Νέας Εστίας εδώ και κάποια τεύχη και για αρκετά επόμενα αποτελεί η δοκιμιακή κατάθεση του Χρήστου Χρυσόπουλου σχετικά με την έννοια της «Επιτελεστικής Λογοτεχνίας» («Ο δανεισμένος λόγος»), που προσεγγίζεται κάθε φορά και από διαφορετική σκοπιά. Πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να μιλήσει για το σύγχρονο μυθιστόρημα και οποίος θα αποτελέσει τον πυρήνα ενός προσεχούς δοκιμιακού βιβλίου. Αυτή τη φορά στο επίκεντρο τίθεται ο αφελής αναγνώστης, που απαίδευτος αναζητά την «αυθεντικότητα» και επιδιώκει την «ταύτιση», γίνεται ο εντολοδόχος ενός κυρίαρχου νοήματος και απαρνείται κάθε αυτόνομη ιδιότητα, έτσι ώστε να ταυτιστεί με τον γενικό νόμο της υποταγής στη ροή των προτάσεων του μυθιστορήματος. Αποφασίζοντας να προσέλθει στο κείμενο, δεσμεύει και τα δύο μέρη (το μυθιστόρημα και τον εαυτό του) με ένα αναγνωστικό συμβόλαιο και ακολουθεί μια εμπορευματική λογική: «πλήρωσα» με την ανάγνωση και «αναμένω» το αντίτιμο. Στο ενδιαφέρον αυτό κείμενο μεταφράζονται και παραφράζονται οι τρεις βασικές συνθήκες της βιβλιομανίας του Μίλαν Κούντερα, που σκιαγραφούν την αγοραία αναγνωστική πεποίθηση του «πελάτη που έχει πάντα δίκιο» και προσεγγίζεται η ψύχωση με τα βιβλία που ο Ονέττι ονόμασε Literatosis και ο Βίλα Μάτας Νόσο του Μοντάνο.

Η τελευταία φωτογραφία: ένα σχέδιο για τους Μπουβάρ και Πεκυσέ. Εκτός αν πρόκειται να τους αφελείς αναγνώστες του τελευταίου δοκιμίου ή για τους Μπουβάρ και Πεκυσέ ως αφελείς αναγνώστες....

Δεν υπάρχουν σχόλια: