Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Φίλιπ Γκούρεβιτς (επιμ.) – Η τέχνη της γραφής. 10 κορυφαίοι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά της τέχνης τους στο Paris Review


Υποθέτω πως όλοι μας έχουμε μέσα μας έναν πρωτόγονο υποβολέα ή σχολιαστή, ο οποίος από την τρυφερή ηλικία ακόμα δεν παύει να μας συμβουλεύει, να μας λέει πώς είναι ο αληθινός κόσμος. Υπάρχει ένας τέτοιος σχολιαστής μέσα μου. Πρέπει να προλειαίνω το έδαφος γι’ αυτόν. Από αυτή την πηγή προέρχονται οι λέξεις, οι φράσεις, οι συλλαβές· κάποιες φορές μόνο οι ήχοι, τους οποίους προσπαθώ να ερμηνεύω, άλλες φορές ολόκληροι παράγραφοι, ακόμα και ως προς τα σημεία στίξης. Όταν ο Ε.Μ. Φόρστερ είπε: «Πώς να ξέρω τι σκέφτομαι αν δεν δω τι λέω;» ενδεχομένως αναφερόταν στον δικό του υποβολέα. Υπάρχει μέσα μας εκείνο το όργανο παρατήρησης – στην παιδική ηλικία τουλάχιστον. Στη θέα ενός προσώπου, στη θέα των παπουτσιών ενός ανθρώπου, του χρώματος του φωτός, του στόματος μιας γυναίκας ή ίσως του αυτιού της, συλλαμβάνει κανείς μια λέξη, μια φράση, κάποιες φορές τίποτε άλλο πέρα από μια ακατάληπτη συλλαβή που του μεταδίδει ο πρωτόγονος σχολιαστής.

… εξομολογείται ο Σόλ Μπέλοου σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες συνομιλίες που περιλαμβάνονται εδώ. Σήμερα όλο και περισσότερες τέτοιες συζητήσεις με συγγραφείς δημοσιεύονται σε μορφή βιβλίου καθώς η σημαντικότητα των προσώπων συμβαδίζει με το ενδιαφέρον των λόγων τους. Η συνέντευξη πράγματι έχει εξελιχθεί σε (έστω και ψευδεπίγραφο) λογοτεχνικό είδος, αποκαλύπτοντας έναν παράλληλο, προφορικό λόγο του ερωτώμενου, το εργαστήριό του, αλλά και διάφορες ενδιαφέρουσες πλευρές μιας ούτως ή άλλως ιδιαίτερης προσωπικότητας.

To Paris Review εξελίχθηκε σε κορυφαίο έντυπο του είδους, καθώς δημιουργήθηκε (στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στο Παρίσι) από μια ομάδα αμερικανών διανοουμένων που επιθυμούσαν ακριβώς να δώσουν το λόγο στους ίδιους τους συγγραφείς και να προτιμήσουν μια «κουβεντιαστή» εξέταση του έργου τους. Ο τόμος περιλαμβάνει συζητήσεις με τους Τ. Σ. Ελιοτ, Τρούμαν Καπότε, Σολ Μπέλοου, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Γκράχαμ Γκριν, Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ουίλιαμ Φόκνερ, Τζον Στάινμπεκ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τον κριτικό Χάρολντ Μπλουμ, όλες μεταξύ των ετών 1957 και 1991. Ο επιμελητής υπήρξε διευθυντής του περιοδικού από το 2005 έως το 2010.

Περισσότερο κυνικός και γωνιώδης όλων, ο Φώκνερ καθίσταται απομυθοποιητής του εαυτού του: Αν δεν είχα υπάρξει, κάποιος άλλος θα είχε γράψει τα έργα μου, του Χέμινγουεϊ, του Ντοστογέφσκι, όλων μας. Απόδειξη γι αυτό αποτελεί το γεγονός ότι υπάρχουν τρεις υποψήφιοι που διεκδικούν την πατρότητα των θεατρικών έργων του Σέξπιρ. Εκείνο που έχει σημασία, συνεχίζει, δεν είναι ποιος τα έγραψε αλλά ότι κάποιος το έκανε. Καθ’ όλη την συνομιλία παραμένει απόλυτος όσον αφορά τη συγγραφή (Αν ο συγγραφέας δεν είναι κορυφαίος, ξεγελάει τον εαυτό του λέγοντας πως δεν έχει χρόνο ή οικονομική ανεξαρτησία. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει έναν καλό συγγραφέα) και την ανάγνωση (-Κάποιοι λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τη γραφή σας, ακόμα και μετά από δύο η τρεις αναγνώσεις. Πώς θα τους προτείνατε να προσεγγίσουν τα γραπτά σας; -Να τα διαβάσουν τέσσερις φορές.)

Στην ερώτηση ποιο θα ήταν το καταλληλότερο περιβάλλον για έναν συγγραφέα απαντά: Την τέχνη δεν την απασχολεί ούτε το περιβάλλον· δεν τη νοιάζει πού βρίσκεται. Αν εννοείτε για μένα, η καλύτερη δουλειά που μου είχαν ποτέ προσφέρει ήταν να γίνω επιστάτης σε πορνείο. Κατά τη γνώμη μου, είναι ο τέλειος χώρος για να δουλέψει ένας καλλιτέχνης. Το μέρος είναι ήσυχο τις πρωινές ώρες, δηλαδή το καλύτερο διάστημα της μέρας για δουλειά. Υπάρχει αρκετή κοινωνική ζωή τα βράδια, αν επιθυμεί να συμμετέχει, για να μη βαριέται. Από την προσωπική μου εμπειρία κατέληξα στο ότι τα εργαλεία που χρειάζομαι για την τέχνη μου είναι χαρτί, καπνός, τροφή και λίγο ουίσκι. Εξίσου ενδιαφέρουσα η εξομολόγησή του πως διαβάζει τους αγαπημένους του συγγραφείς τόσο συχνά, που δεν αρχίζει πάντα από την πρώτη σελίδα, ούτε τα φτάνει ως το τέλος, αλλά πως μπορεί να διαβάσει μόνο μια σκηνή ή για έναν χαρακτήρα, όπως ακριβώς θα συναντούσε και θα μιλούσε σε έναν φίλο για λίγα λεπτά.

Ιδιαίτερη έκπληξη δοκιμάζει κανείς όταν κάποιοι συγγραφείς αδυνατούν να χειριστούν ερωτήσεις που καίνε. Ο Γκρέιαμ Γκριν π.χ. αδυνατεί να δώσει πειστική απάντηση στα σχόλια πως αυτό που αποκομίζει κανείς από το διαμέρισμά του είναι πως «το εκλεπτυσμένο γούστο βασιλεύει στο χώρο του και όχι η τραγωδία» κι ότι δείχνει πολύ πιο ευτυχισμένος απ’ ότι περίμεναν. Καθώς τον ρωτούν πώς είναι δυνατόν στη δική του ζωή να ζει με την οξυμμένη αντίληψη που απαιτεί από τους χαρακτήρες του, εκείνος απαντάει πως η ερώτηση είναι δύσκολη, ζητά την …ανάλυσή της και στο τέλος αρκείται σ’ ένα: «δεν είναι παρά η τρύπα που έχω ανοίξει στο χώμα. Να μείνουμε σε αυτό». Καθώς το στρίμωγμα συνεχίζεται («Γνωρίσατε ποτέ προσωπικά πώς είναι η ζωή των φτωχών ή των ανήθικων ανθρώπων»;) ο Γκριν απαντά ένα «όχι, πάρα πολύ λίγο», προτού κάνει έναν σχετικά αποδεκτό ελιγμό: κανείς δεν ξέρει αρκετά για κάποιους χαρακτήρες στην πραγματική ζωή για να τους βάλει στο μυθιστόρημα. Για άλλη μια φορά ένα φλέγον ζήτημα με πλήθος διαβαθμίσεων: η συμφωνία έργου και ζωής. Τουλάχιστο το βρετανικό φλέγμα δεν τον εγκαταλείπει: Λίγοι συγγραφείς είναι πολύ καλοί μου φίλοι, αλλά για έναν συγγραφέα το να περνάει πολύ χρόνο κάνοντας παρέα με συγγραφείς είναι μια μορφή αυνανισμού.

Βέβαια οι πρώτες σελίδες που επισκέφθηκα ανυπομόνως ήταν του Ι. Μ. Σίνγκερ ο οποίος την εποχή της συνέντευξης (1968) είχα ακόμα το όνομά του καταχωρισμένο στον τηλεφωνικό κατάλογο του Μανχάταν και δεχόταν καθημερινά τηλεφωνήματα από άγνωστους αναγνώστες που επιθυμούσαν να συζητήσουν μαζί του και τους οποίους συνήθως καλούσε για καφέ. Πιστός της «παραδοσιακής» αφήγησης τονίζει πόσο του αρέσει μια ιστορία να είναι ιστορία, με αρχή και τέλος - να είναι ιστορία όπου ο αναγνώστης ακούει και θέλει να μάθει τι γίνεται παρακάτω. Ο Σίνγκερ εξακολουθεί να ασπάζεται την ιδέα πως μας περιβάλλουν όλων των ειδών οι μυστηριώδεις δυνάμεις που παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλα όσα κάνουμε, όπως και η τηλεπάθεια κι η ενόραση σε κάθε ερωτική ιστορία (Ο φόβος του υπερφυσικού υπάρχει στον καθένα. Κι εφόσον όλοι το φοβόμαστε, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην το αξιοποιούμε. Επειδή αν φοβάσαι κάτι, το γεγονός και μόνο ότι το φοβάσαι, δείχνει ότι έχεις παραδεχτεί την ύπαρξή του) καταλήγοντας με το τρομερό: Εκείνο που για σας είναι σκοταδιστικό, για μένα είναι πραγματικό.

Ο Σίνγκερ ποτέ δεν έτρεφε αυταπάτες: Τίποτα δεν θα μας σώσει. Θα κάνουμε πολλές προόδους αλλά θα συνεχίσουμε να υποφέρουμε και δεν θα υπάρξει ποτέ τέλος σ’ αυτό. Πάντα θα επινοούμε νέες πηγές βασάνων. Η ιδέα ότι ο άνθρωπος πρόκειται να σωθεί είναι μια πέρα για πέρα θρησκευτική ιδέα και ακόμα κι οι θρησκευτικοί ηγέτες ποτέ δεν υποστήριξαν ότι θα σωθούμε σε αυτή τη γη… Το να είναι κανείς απαισιόδοξος σημαίνει να είναι ρεαλιστής. Και ήταν μόλις 1966 όταν ο Μπέλοου έβλεπε την ασθένεια της επόμενης πεντηκονταετίας: Υπάρχει μια σύγχρονη διαταραχή – η νόσος των ανθρώπων που ζουν βάσει της εικόνας του εαυτού τους την οποία έχουν δημιουργήσει οι εφημερίδες, η τηλεόραση…ή η ανάγκη του κόσμου για διασημότητες. Προσωπικά αποφεύγω αυτές τις «εικόνες». Επιθυμώ βαθιά, όχι την απόλυτη αφάνεια – παραείμαι εγωιστής για κάτι τέτοιο – αλλά την γαλήνη και την ελευθερία από παρεμβάσεις τρίτων. Μακάρι η σειρά να συμπληρωθεί με νέες φουρνιές συνεντεύξεων, από μεταγενέστερους συγγραφείς, μέχρι να φτάσουμε στους σημερινούς «επιτυχημένους». Όλοι θα είχαν ενδιαφέροντα και αμφιλεγόμενα πράγματα να πουν.

Εκδ. Τόπος, 2010, πρόλ.: Φ. Γκούρεβιτς, εισαγ.: Ορχάν Παμούκ, μτφ. Μαρίνα Τουλγαρίδου, επίβλ. Άρτεμις Λόη, 275 σελ. (Philip Gourevitch, Paris Review Interview Anthology, 2006)

Αποτύχαμε όλοι μας να εκπληρώσουμε το όνειρό μας περί τελειότητας. Άρα μας βαθμολογώ με βάση την εξαίσια αποτυχία μας να κάνουμε το αδύνατο. (Φώκνερ)

Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή και εδώ. Στις δυο τελευταίες φωτογραφίες: Ι.Μ. Σίνγκερ, Γ. Γκριν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: