… εξομολογείται ο Σόλ Μπέλοου σε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες συνομιλίες που περιλαμβάνονται εδώ. Σήμερα όλο και περισσότερες τέτοιες συζητήσεις με συγγραφείς δημοσιεύονται σε μορφή βιβλίου καθώς η σημαντικότητα των προσώπων συμβαδίζει με το ενδιαφέρον των λόγων τους. Η συνέντευξη πράγματι έχει εξελιχθεί σε (έστω και ψευδεπίγραφο) λογοτεχνικό είδος, αποκαλύπτοντας έναν παράλληλο, προφορικό λόγο του ερωτώμενου, το εργαστήριό του, αλλά και διάφορες ενδιαφέρουσες πλευρές μιας ούτως ή άλλως ιδιαίτερης προσωπικότητας.

Περισσότερο κυνικός και γωνιώδης όλων, ο Φώκνερ καθίσταται απομυθοποιητής του εαυτού του: Αν δεν είχα υπάρξει, κάποιος άλλος θα είχε γράψει τα έργα μου, του Χέμινγουεϊ, του Ντοστογέφσκι, όλων μας. Απόδειξη γι αυτό αποτελεί το γεγονός ότι υπάρχουν τρεις υποψήφιοι που διεκδικούν την πατρότητα των θεατρικών έργων του Σέξπιρ. Εκείνο που έχει σημασία, συνεχίζει, δεν είναι ποιος τα έγραψε αλλά ότι κάποιος το έκανε. Καθ’ όλη την συνομιλία παραμένει απόλυτος όσον αφορά τη συγγραφή (Αν ο συγγραφέας δεν είναι κορυφαίος, ξεγελάει τον εαυτό του λέγοντας πως δεν έχει χρόνο ή οικονομική ανεξαρτησία. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει έναν καλό συγγραφέα) και την ανάγνωση (-Κάποιοι λένε ότι δεν καταλαβαίνουν τη γραφή σας, ακόμα και μετά από δύο η τρεις αναγνώσεις. Πώς θα τους προτείνατε να προσεγγίσουν τα γραπτά σας; -Να τα διαβάσουν τέσσερις φορές.)

Ιδιαίτερη έκπληξη δοκιμάζει κανείς όταν κάποιοι συγγραφείς αδυνατούν να χειριστούν ερωτήσεις που καίνε. Ο Γκρέιαμ Γκριν π.χ. αδυνατεί να δώσει πειστική απάντηση στα σχόλια πως αυτό που αποκομίζει κανείς από το διαμέρισμά του είναι πως «το εκλεπτυσμένο γούστο βασιλεύει στο χώρο του και όχι η τραγωδία» κι ότι δείχνει πολύ πιο ευτυχισμένος απ’ ότι περίμεναν. Καθώς τον ρωτούν πώς είναι δυνατόν στη δική του ζωή να ζει με την οξυμμένη αντίληψη που απαιτεί από τους χαρακτήρες του, εκείνος απαντάει πως η ερώτηση είναι δύσκολη, ζητά την …ανάλυσή της και στο τέλος αρκείται σ’ ένα: «δεν είναι παρά η τρύπα που έχω ανοίξει στο χώμα. Να μείνουμε σε αυτό». Καθώς το στρίμωγμα συνεχίζεται («Γνωρίσατε ποτέ προσωπικά πώς είναι η ζωή των φτωχών ή των ανήθικων ανθρώπων»;) ο Γκριν απαντά ένα «όχι, πάρα πολύ λίγο», προτού κάνει έναν σχετικά αποδεκτό ελιγμό: κανείς δεν ξέρει αρκετά για κάποιους χαρακτήρες στην πραγματική ζωή για να τους βάλει στο μυθιστόρημα. Για άλλη μια φορά ένα φλέγον ζήτημα με πλήθος διαβαθμίσεων: η συμφωνία έργου και ζωής. Τουλάχιστο το βρετανικό φλέγμα δεν τον εγκαταλείπει: Λίγοι συγγραφείς είναι πολύ καλοί μου φίλοι, αλλά για έναν συγγραφέα το να περνάει πολύ χρόνο κάνοντας παρέα με συγγραφείς είναι μια μορφή αυνανισμού.

Ο Σίνγκερ ποτέ δεν έτρεφε αυταπάτες: Τίποτα δεν θα μας σώσει. Θα κάνουμε πολλές προόδους αλλά θα συνεχίσουμε να υποφέρουμε και δεν θα υπάρξει ποτέ τέλος σ’ αυτό. Πάντα θα επινοούμε νέες πηγές βασάνων. Η ιδέα ότι ο άνθρωπος πρόκειται να σωθεί είναι μια πέρα για πέρα θρησκευτική ιδέα και ακόμα κι οι θρησκευτικοί ηγέτες ποτέ δεν υποστήριξαν ότι θα σωθούμε σε αυτή τη γη… Το να είναι κανείς απαισιόδοξος σημαίνει να είναι ρεαλιστής. Και ήταν μόλις 1966 όταν ο Μπέλοου έβλεπε την ασθένεια της επόμενης πεντηκονταετίας: Υπάρχει μια σύγχρονη διαταραχή – η νόσος των ανθρώπων που ζουν βάσει της εικόνας του εαυτού τους την οποία έχουν δημιουργήσει οι εφημερίδες, η τηλεόραση…ή η ανάγκη του κόσμου για διασημότητες. Προσωπικά αποφεύγω αυτές τις «εικόνες». Επιθυμώ βαθιά, όχι την απόλυτη αφάνεια – παραείμαι εγωιστής για κάτι τέτοιο – αλλά την γαλήνη και την ελευθερία από παρεμβάσεις τρίτων. Μακάρι η σειρά να συμπληρωθεί με νέες φουρνιές συνεντεύξεων, από μεταγενέστερους συγγραφείς, μέχρι να φτάσουμε στους σημερινούς «επιτυχημένους». Όλοι θα είχαν ενδιαφέροντα και αμφιλεγόμενα πράγματα να πουν.

Αποτύχαμε όλοι μας να εκπληρώσουμε το όνειρό μας περί τελειότητας. Άρα μας βαθμολογώ με βάση την εξαίσια αποτυχία μας να κάνουμε το αδύνατο. (Φώκνερ)
Δημοσίευση σε συντομότερη μορφή και εδώ. Στις δυο τελευταίες φωτογραφίες: Ι.Μ. Σίνγκερ, Γ. Γκριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου