Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Κώστας Μαυρουδής - Η ζωή με εχθρούς και άλλα κείμενα


Τα στάσιμα μιας ανεξάντλητης πνευματικής περιπλάνησης

Αν ο συγγραφέας οφείλει να φωτίζει τις πλευρές εκείνες του καθημερινού, που είναι λιγότερο προφανείς και με τη μεταφορά τους να την ανάγει σε λογοτεχνική αντίληψη όπως γράφει ο ίδιος ο Μαυρουδής (εδώ με αφορμή μια μυστική γλώσσα εντός της Μπαλζακικής Ευγενίας Γκραντέ), τότε ο εν λόγω τόμος αποτελεί έναν πλήρη φωτεινό θάλαμο εμφάνισης (στη μνήμη), προβολής (στην πραγματωμένη λογοτεχνία και τέχνη) και εκτύπωσης (στην σύγχρονη πραγματικότητα) όλων αυτών των πλευρών, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα προγενέστερα πεζόμορφα έργα του ποιητή. Πρόκειται για κείμενα δημοσιευμένα στις πίσω σελίδες του Δέντρου (1985 – 1995), και σε άλλα περιοδικά και εφημερίδες, ορισμένα από τα οποία έχουν συμπεριληφθεί σε παλαιότερη έκδοση (Δελφίνι, 1988). Η αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοσή τους πιστώνεται στην πεποίθηση του συγγραφέα πως κάθε κείμενο τελικά επιδέχεται ποικίλες αναψηλαφήσεις και πως κάθε ανάγνωση απειλεί να συμπληρώνει εσαεί το «ολοκληρωμένο» αλλά πάντα δεκτικό σε «βελτιώσεις» κείμενο, πόσο μάλλον όταν η μεταγενέστερη στάθμιση αλλά και φυσική ωρίμανσή του το καθιστά φρέσκο και επαναναγνώσιμο.

Η θέση σε λειτουργία όλων των μνημονικών, συνειρμικών και συγκινησιακών τροχών της ύπαρξης, που περιπλανώνται τόσο πάνω σε ένα περίτεχνα ανθολογημένο παρελθόν όσο και ένα ζοφερότερο παρόν, μπορεί να έχει ως αφετηρία της οποιαδήποτε καθημερινή εικόνα, τυχαία πρόταση, κινηματογραφική σκηνή, λογοτεχνημένη σελίδα, μουσική φράση, ταξιδευτική ανάμνηση. Και να σκεφτεί κανείς πως αυτό ακριβώς το μνημονικό φορτίο – και κυρίως η απουσία του – είναι που καθιστά την παιδική ηλικία ως μια αναπότρεπτη πατρίδα κι έναν συνεχή τόπο επιστροφής του Μαυρουδή. Ο λόγος του ούτως ή άλλως διαπερνά τις μεθορίους της αυτοβιογραφικής, κριτικής, ημερολογιακής, δοκιμιακής, αφοριστικής, αφηγηματικής, ρεαλιστικής, φιλοσοφικής και ταξιδιωτικής γραφής. Οι δύσβατες πορείες των λογοτεχνικών περιοδικών, οι ποιητές που πηγαίνουν να διαβάσουν τα ποιήματά τους σε απομακρυσμένους τόπους, τα συναισθήματα που προκαλούν σημειώσεις και αφιερώσεις πάνω στα μεταχειρισμένα βιβλία, οι υπογραμμίσεις φράσεων που μας αιφνιδίασαν τερπνά κατά την ανάγνωση ενός βιβλίου (ένα κριτήριο για την αξία του;), μνήμες σιδηροδρομικών ταξιδιών και οδικών περιπλανήσεων, μια πινακίδα και δεν απλοποιεί έναν τύπο γραφής αλλά προσθέτει σε αυτόν, τα πάντα έχουν την διακεκριμένη θέση τους εδώ, μέχρι και μια γενναία γενεαλογία του εστετισμού, ισόποσα μοιρασμένη ανάμεσα στην αυτοσαρκαζόμενη αυτοβιογράφηση και την ευγενή αποποίηση.

Ιδιαίτερο στοιχείο στο κειμενικό πανόραμά του Μαυρουδή αποτελούν οι παλαιότερες και νέες αναγνώσεις της σπουδαίας λογοτεχνίας, στις οποίες ταξινομούνται, όπως αναφέρει ο ίδιος (αυτή τη φορά με αφορμή ένα κείμενο του Ρολάν Μπαρτ), συγγενή αισθήματα και επιβεβαιώνονται παραστάσεις του δικού του βλέμματος, με τις οποίες έχει συναντηθεί στο παρελθόν και τώρα τις βλέπει ως κρυσταλλώσεις ενός ξένου λόγου. Τα γραπτά αυτά μνημεία που ακτινοβολούν μια «εκθαμβωτική πνευματικότητα» επανέρχονται μέσω μιας σύγχρονης ανάγνωσης αλλά και των συναισθημάτων που προκάλεσαν και αναψηλαφώνται με νέες οπτικές και προβληματισμούς, είτε πρόκειται για την ανίχνευση των σκέψεων και των βλεμμάτων του Θανάτου στη Βενετία κατά την βισκοντική του μεταφορά, είτε για την διαπίστωση στον κατά Τσβάιχ Κόσμο του Χθες ενός υψηλού ευρωπαϊσμού (με την έννοια ενός κοινού αλφάβητου ανθρωπιστικού και αισθητικού πνεύματος) αλλά και ενός πνεύματος μιας πρώιμης παγκοσμιότητας

Από την άλλη πλευρά, δεν θα μπορούσε ούτε τώρα να λείπει η αμείλικτη, απολαυστικά σαρκαστική παρατήρηση των σύγχρονων εθνικών ηθών. Με κάθε ευκαιρία οι ακλόνητες εθνικές, φυλετικές και προσωπικές βεβαιότητες και μύθοι που χαρακτηρίζουν την νεοελληνική συνθήκη, την εθνική Ιστορία και την «κοινή γνώμη» υφίστανται ανελέητες ρηγματώσεις, όπως άλλωστε και κάθε δόγμα που με τις τακτικές του που μας εμποδίζει να δούμε κριτικά τον κόσμο (όπως λόγου χάρη η παραμυθία της θρησκευτικότητας). Και εδώ ο εντοπισμός παραλληλισμών, π.χ. στη σκέψη του Λαμπεντούζα όσον αφορά τον λαό που πιστεύει πως είναι τέλειος και η ματαιοδοξία του οποίου είναι ισχυρότερη από την εξαθλίωσή του, ενώ κάθε ξένη παρέμβαση διαταράσσει την φαντασίωση της κατεκτημένης τελειότητας, δεν μπορεί παρά να είναι ερεθιστική, όπως και, αλλού, η ευθύβολη απορία Ευρωπαίου ελληνιστή παραθεριστή: Είστε ένας καφκικός, ένας καταδιωκόμενος λαός ή μήπως μια ασήμαντη ζωή με εχθρούς αποκτά σοβαρότερο περιεχόμενο;

Πάντα επιφυλακτικός απέναντι στον άνευ ορίων μοντερνισμό, την αφαίρεση και την νεωτερικότητα, ο Μαυρουδής διατηρεί έναν λόγο πεντακάθαρο και σαφή, διαρκώς εμπλουτιζόμενο από ένα ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο λέξεων και εκφράσεων. Επιλέγοντας τη μορφή των μικρόσχημων λεκτικών αρχιτεκτονημάτων υπαινικτικού λόγου, διαβρωτικού χιούμορ και αφοριστικής διάθεσης μας οδηγεί άμεσα και ακαριαία στην επιφάνεια μιας ποιητικής ατμόσφαιρας και στον βυθό ενός αποσταγμένου νοήματος. Τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε «είδη μικρών πνευματικών περιπετειών», πολύ περισσότερο όταν μπορούν να οδηγήσουν στη συνομιλία αισθημάτων και αισθητικής, στον εντοπισμό της αναντίλεκτης ομορφιάς, σε αστείρευτους προβληματισμούς περί τέχνης και γραφής, σε εικαστικές αποδόσεις των υπαρξιακών βασάνων.

Αν ό,τι απομακρύνεται είναι ποίηση τότε ό,τι καταγράφεται αξίζει επανανάγνωση. Και αντιστρόφως θα προσθέσω: οτιδήποτε αξίζει να ειπωθεί και να ξαναδιαβαστεί, πρέπει και να καταγράφεται. Έτσι ο ποιητής, που γίνεται ικανός πεζογράφος, εξοφλεί το χρέος προς ό, τι παρήλθε, ασκούμενος συγχρόνως στην τέχνη του να θυμάται.

Εκδόσεις Μελάνι, 2008, σελ. 308.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 91, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2010, κυκλοφ. 21.2.2011). Στην τελευταία φωτογραφία ένας εκ των εκλεκτικών συγγενών - συνομιλητών του συγγραφέα (Στέφαν Τσβάιχ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: