Βασίλης Γκουρογιάννης, Το ασημόχορτο ανθίζει, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996, σελ. 58-59.
Ο χειμώνας πέρασε χωρίς ελπίδα και η άνοιξη ζύγωνε στην πασχαλιά της…Την άνοιξη κιόλας οι άνθρωποι δε φοβούνται θάνατο, γι’ αυτό και δε φυλάγονται. Χώνουν το κεφάλι τους μες το κεφάλι του και παιχνιδίζουν με το χορταριασμένο τίγρη… Λοιπόν θα κατέβαινε στο σπίτι του φίλου του να γιορτάσουν. Θα κατεβαίναν Μεγάλο Σάββατο από το δρόμο του γκρεμού, όπως το ζήτησε. Μα όταν πήγε στο καρτέρι, εκεί μύριζε μονάχα μπαγιάτικος καπνός από καπνισμένα τσιγάρα. Παρ’ όλα αυτά, περίμενε πολύ με το τουφέκι κολλημένο στον ώμο, έτοιμος να πάρει σημάδι σε πουλί….Απελπισμένος πήρε το δρόμο του γυρισμού. Σχεδόν υπνωτισμένος διάβαινε δίπλα από σπίτια και μέσα από χωράφια…Στα σίγουρα κινδύνευε…Όμως κάτι ακαθόριστο τον αγκίστρωνε και τον έσερνε προς τα εκεί. Μπούκωναν τα ρουθούνια του με φρέσκια οσμή. Οι αυλόπορτες ήταν υγραμένες από κοκκινωπή λάσπη, σαν αυτή που βρέχει κάποτε ο καλοκαιρινός νοτιάς. Άκουγε άγριες φωνές, βελάσματα παιδιών… Ήταν πια στ’ αλήθεια μεθυσμένος απ’ τις πολλές αναθυμιάσεις της πασχαλιάτικης γης…Το δειλινό της Λαμπρής παραφύλαξε απ’ την άλλη μεριά του γκρεμού…
Στον Ευγένιο Αρανίτση.
Τρίτη 8 Ιουλίου 2008
Λογοτεχνείο, αρ. 14
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου