Αφιέρωμα στην ζήλια.
Δυο ευφυείς διηγηματογράφοι και καίριοι μυθιστοριογράφοι του λογοτεχνικού μας ρόστερ, οι Γιώργος Σκαμπαρδώνης και Βασίλης Γκουρογιάννης περνούν από το συνεντευκτήριο με αφορμή τα φρέσκα τους βιβλία. Ο πρώτος συζητά για την επιλογή των μικρών κεφαλαίων κατά τη βιογράφηση του Μάρκου Βαμβακάρη στο Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας, μας πείθει (σιγά μην δε μας έπειθε) πως δεν πρόκειται για σπονδυλωτή ή μικρόφορμη ή σεναριακή ή κινηματογραφική γραφή όπως έγραψαν, παραδέχεται πως διέφθειρε κατά βούληση τα πραγματικά περιστατικά (η ζωή του Μάρκου κι ο οδυνηρός έως μαζοχισμού έρωτας με την Ζιγκοάλα) και καταλήγει στον χαρακτηρισμό της λοξής, αυθαίρετης τομογραφίας προτού δηλώσει: τώρα που έγραψα και για τους δύο μεγάλους ροκ σταρς, καθάρισα. Τέρμα. Δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με αυτόν τον χώρο (σημ.: ο έτερος είναι ο Τσιτσάνης προηγούμενου μυθιστορήματος).
Ο δεύτερος με το Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή αναμετρήθηκε με το ζεματιστό θέμα της Κύπρου, με εύρημα τη συνάντηση βετεράνων πολεμιστών και την προσπάθειά τους για εγγραφή της πραγματικής ιστορίας στα σχολικά βιβλία, τήρησε όλους τους κανόνες της ντοκουμενταρισμένης γραφής και μοίρασε ακριβοδίκαια τις ευθύνες. Για να μάθουμε ιστορία πρέπει πρώτα να την ξεμάθουμε, πρέπει πρώτα να σβήσουμε και να μείνει το πεδίο κενό.
Από το ζηλιάρικο αφιέρωμα στέκομαι στο κείμενο του Λευτέρη Καλοσπύρου για την σπασμένη γεωμετρία της ερωτικής ζήλιας στη λογοτεχνία: από την πρώιμη εμφάνιση των swingers στον Τζον Ίρβινγκ και την σιωπηρή ζήλια ακόμα και για έναν νεκρό στον Γκράχαμ Σουίφτ μέχρι την μονομανή έκφρασή της στην Ζήλια του Αλαίν Ρομπ – Γκριγιέ και από το βάσανο του αυτοκινητιστή στους Καλβινικούς Δύσκολους Έρωτες μέχρι τις λαγνοφόρες ζήλιες του Ροθ του Φώκνερ και του Ναμπόκοφ. Δύο άλλα κείμενα συμπληρώνουν το αφιέρωμα προηγούμενων τευχών στα Ημερολόγια των Συγγραφέων και στην ημερολογιακή γραφή γενικώς, διαπιστώνοντας μια ανεπίστροφη μεταβολή: το ημερολόγιο (μέσω weblogs κλπ) γίνεται πλέον δημόσιο, τα συστατικά του πολύτροπα (εικόνες, μουσική) και η αλληλοδραστικότητά του, με την ενεργό συμμετοχή του αναγνώστη, δεδομένη.
Στις πίσω σελίδες ο κομικίστας Marv Wolfman (δημιουργός των Blade the Vampire Hunter, Bullseye και Cyborg) εξηγεί για ποιο λόγο έχει δημιουργήσει μερικούς καλούς «κακούς»: Μάλλον κι εγώ είμαι «κακός» εκ φύσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου