Υπάρχουν χαρακτήρες που πετάγονται μπροστά σου, χωρίς να έχεις υποπτευθεί ποτέ την ύπαρξή τους. Μοιάζουν μ’ εκείνους τους συγγενείς που ξεφυτρώνουν μια ωραία μέρα από το πουθενά και σου λένε: «εγώ είμαι ο ξάδερφος του πατέρα σου, που είχα φύγει είκοσι χρονώ στον Καναδά» …Κάπως έτσι εμφανίστηκε μπροστά στον Μάρκαρη (Κωνσταντινούπολη, 1937) και ο κεντρικός του χαρακτήρας, ο αστυνόμος Χαρίτος, συν γυναιξί και τέκνω, μια τυπική ελληνική οικογένεια οποιασδήποτε μικροαστικής συνοικίας. Κι έκτοτε «ζουν» μαζί, έχει καταφέρει το αδιανόητο (να τον κάνει συμπαθή), κι επειδή και ο πιο άχρωμος και άοσμος ήρωας χρειάζεται κάπου και μια «ρωγμή», στον Χαρίτο έδωσε δυο: Την εμμονή του με το Fiat 131 Mirafiori (που χόρτασε να βλέπει κατά την θητεία του στην Λιβύη όταν εργαζόταν στις εξαγωγές στα τσιμέντα «Τιτάν» στα μέσα των 70ς!) και τα λεξικά!
Ας μην επιχειρήσει κανείς να εντοπίσει μια πατρίδα στον Μάρκαρη: αρμενική η καταγωγή, γερμανικά τα διαβάσματα λογοτεχνίας, θεάτρου και σκέψης, ελληνική η γλώσσα, άρα … Ποια πατρίδα, λοιπόν; Ένας εξελληνισμένος Αρμένης, και γερμανόθρεφτος πολίτης. Η Πόλη είναι το κοντινότερο σημείο στην έννοια πατρίδα που μπορώ να φτάσω. Ίσως αυτή η διαρκής φόρτιση να ευθύνεται, λέει, που δεν τόλμησε να γράψει τίποτα γι’ αυτήν, ίσως γι αυτό η μειονοτική Κωνσταντινούπολη της μνήμης, ξαναλέει, κληρονομήθηκε ως κλειστή μετεμφυλιακή επαρχιακή καταγωγή στον Χαρίτο.
Η εξομολόγηση του αγαπητού Μάρκαρη στο τραπέζι της κουζίνας του εργαστηρίου του δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει πλείστες κι ερεθιστικές σκέψεις για το αστυνομικό μυθιστόρημα που σήμερα είναι περισσότερο κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, για την επιμονή του να ενδιαφέρεται λιγότερο για τον δολοφόνο και περισσότερο για τους μηχανισμούς υπέρβασης των ορίων μας, για την άλωσή του από αριστερούς συγγραφείς που το βρίσκουν ιδανικό πεδίο για πολιτική κριτική. Διαβάζοντας και συγκρίνοντας τους Ίαν Ράνκιν, Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν, Χένινγκ Μάνκελ, Αντρέα Καμιλλέρι, Θοδωρή Καλλιφατίδη κ.ά. εντρυφεί στην σχέση των λογοτεχνικών μεσογειακών ντετέκτιβ με την κουζίνα (εντοπίζοντας φυσικά συγγενικές γαστριμαργικές καταβολές) αλλά και διαπιστώνει την παρουσία βασανισμών στους βόρειους συγγραφείς και την πλήρη έλλειψή τους στους ευρωπαίους νότιους. Μήπως αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι στις χώρες αυτές υπήρξε τόσο έντονη η παρουσία τους ώστε να μην θέλουν άλλο να τα αγγίξουν;
Ο Μάρκαρης παραδέχεται πως στη ζωή του πάντα έκανε ό,τι δεν ήθελε να κάνει και παραδόξως τα κατάφερνε καλά σε αυτό. Ακόμα και την δουλειά στην Τιτάν είδε θετικά, εφόσον του δόθηκε η ευκαιρία να βρεθεί σε Λιβύη, Συρία, Αίγυπτο, Τυνησία, Αλγερία, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ. Μέχρι τα 58 του δεν τόλμησε να γράψει μυθιστόρημα επειδή προτιμούσε την απόλαυση της ανάγνωσης των άλλων [Σταντάλ, Φλωμπέρ, Ροθ, Όστερ], παρά την αφόρητη πλήξη της δικής του γρ/αφ/ήγησης. Άλλωστε είχε βρεθεί στην επικράτεια άλλων γραφών: θεατρικής και σεναριακής (υπήρξε βασικός σεναριογράφος των ταινιών του Αγγελόπουλου και της Ανατομίας ενός εγκλήματος). Μέχρι που ακολούθησαν οι καταιγιστικές μεταφραστικές (κορύφωση της οποίας η 5ετής ενασχόληση με την μετάφραση του Φάουστ) και συγγραφικές βουτιές.
Εκδ. Πατάκη, 2005, [Η κουζίνα του συγγραφέα, 5], 197 σελ. συν 12σέλιδο φωτογραφιών.
Πρώτη δημοσίευση: εδώ.
Ας μην επιχειρήσει κανείς να εντοπίσει μια πατρίδα στον Μάρκαρη: αρμενική η καταγωγή, γερμανικά τα διαβάσματα λογοτεχνίας, θεάτρου και σκέψης, ελληνική η γλώσσα, άρα … Ποια πατρίδα, λοιπόν; Ένας εξελληνισμένος Αρμένης, και γερμανόθρεφτος πολίτης. Η Πόλη είναι το κοντινότερο σημείο στην έννοια πατρίδα που μπορώ να φτάσω. Ίσως αυτή η διαρκής φόρτιση να ευθύνεται, λέει, που δεν τόλμησε να γράψει τίποτα γι’ αυτήν, ίσως γι αυτό η μειονοτική Κωνσταντινούπολη της μνήμης, ξαναλέει, κληρονομήθηκε ως κλειστή μετεμφυλιακή επαρχιακή καταγωγή στον Χαρίτο.
Η εξομολόγηση του αγαπητού Μάρκαρη στο τραπέζι της κουζίνας του εργαστηρίου του δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει πλείστες κι ερεθιστικές σκέψεις για το αστυνομικό μυθιστόρημα που σήμερα είναι περισσότερο κοινωνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, για την επιμονή του να ενδιαφέρεται λιγότερο για τον δολοφόνο και περισσότερο για τους μηχανισμούς υπέρβασης των ορίων μας, για την άλωσή του από αριστερούς συγγραφείς που το βρίσκουν ιδανικό πεδίο για πολιτική κριτική. Διαβάζοντας και συγκρίνοντας τους Ίαν Ράνκιν, Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν, Χένινγκ Μάνκελ, Αντρέα Καμιλλέρι, Θοδωρή Καλλιφατίδη κ.ά. εντρυφεί στην σχέση των λογοτεχνικών μεσογειακών ντετέκτιβ με την κουζίνα (εντοπίζοντας φυσικά συγγενικές γαστριμαργικές καταβολές) αλλά και διαπιστώνει την παρουσία βασανισμών στους βόρειους συγγραφείς και την πλήρη έλλειψή τους στους ευρωπαίους νότιους. Μήπως αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι στις χώρες αυτές υπήρξε τόσο έντονη η παρουσία τους ώστε να μην θέλουν άλλο να τα αγγίξουν;
Ο Μάρκαρης παραδέχεται πως στη ζωή του πάντα έκανε ό,τι δεν ήθελε να κάνει και παραδόξως τα κατάφερνε καλά σε αυτό. Ακόμα και την δουλειά στην Τιτάν είδε θετικά, εφόσον του δόθηκε η ευκαιρία να βρεθεί σε Λιβύη, Συρία, Αίγυπτο, Τυνησία, Αλγερία, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ. Μέχρι τα 58 του δεν τόλμησε να γράψει μυθιστόρημα επειδή προτιμούσε την απόλαυση της ανάγνωσης των άλλων [Σταντάλ, Φλωμπέρ, Ροθ, Όστερ], παρά την αφόρητη πλήξη της δικής του γρ/αφ/ήγησης. Άλλωστε είχε βρεθεί στην επικράτεια άλλων γραφών: θεατρικής και σεναριακής (υπήρξε βασικός σεναριογράφος των ταινιών του Αγγελόπουλου και της Ανατομίας ενός εγκλήματος). Μέχρι που ακολούθησαν οι καταιγιστικές μεταφραστικές (κορύφωση της οποίας η 5ετής ενασχόληση με την μετάφραση του Φάουστ) και συγγραφικές βουτιές.
Εκδ. Πατάκη, 2005, [Η κουζίνα του συγγραφέα, 5], 197 σελ. συν 12σέλιδο φωτογραφιών.
Πρώτη δημοσίευση: εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου