Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Κάρλος Φουέντες – Κονστάνσια και άλλες ιστορίες για παρθένους


Περικυκλωμένοι από το αίνιγμα

Όλα πρέπει να έχουν μια εξήγηση, λέει ο επιστήμονας μέσα μου· όλα πρέπει να έχουν μια φαντασία, λέει ο ματαιωμένος άνθρωπος των γραμμάτων που είμαι. Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι αυτές οι δυο δραστηριότητες αλληλοσυμπληρώνονται, δεν αλληλοαποκλείονται. (σ. 69)

Ο συλλογισμός του κεντρικού χαρακτήρα της νουβέλας «Κονστάνσια» αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τους θαυμαστούς μυθιστορηματικούς κόσμους του Φουέντες. Όσοι τους περιδιαβαίνουν δεν καλούνται απλώς να κινηθούν ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, αλλά και να αποδεχτούν την συνύπαρξή τους. Έτσι και εκείνος, ζώντας «στην πιο φασματική πόλη του Νότου», με την Ισπανίδα σύζυγό του, που διακρίνεται από ένα με σχεδόν διεστραμμένο πάθος για υπακοή αλλά απόλυτη άρνηση να αποτελέσει ποτέ την ασθενή του. Όταν κάποια στιγμή η «Ανδαλουσιάνα Γαλάτειά του», που παραδίνεται σε ανάρμοστες σεξουαλικές απολαύσεις μετά τις πολύωρες μοναχικές της προσευχές μοιάζει να ακροβατεί, κλινήρης, ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, η γνωριμία του με τον Ρώσο γείτονά του θα ανοίξει μια σειρά από μυστηριώδεις πόρτες στο παρελθόν της.

Ο Φουέντες χρησιμοποιεί τους διαλόγους τους για να διατυπώσει συναρπαστικούς στοχασμούς πάνω σε οριακά θέματα, όπως η μετανάστευση (θέτοντας ως δραματικό ζητούμενο την αποδοχή όχι απλώς του ίδιου του μετανάστη αλλά και της μνήμης του) και η σκληρή εξορία από την γλώσσα, η λογοτεχνία η πολιτική, τα γηρατειά, ως μια αλυσίδα απαρνήσεων αυτών που αγαπούσαμε στη νιότη μας, η αγάπη (μια αγάπη που διαθέτει απόλυτη βεβαιότητα δεν είναι αληθινή…· μοιάζει υπερβολικά με ασφάλεια ζωής, ή, ακόμα χειρότερα, με πιστοποιητικό κοσμίας διαγωγής) αλλά και ειδικότερα ζητήματα, όπως η τραγική κατάληξη των ρώσων συγγραφέων και καλλιτεχνών που καταδικάστηκαν σε θάνατο ή σιωπή.

Αν «η Άμοιρη (La Desdichada)», μια κούκλα βιτρίνας – αντικείμενο του πόθου δυο νεαρών αποτελεί, με τη σειρά της, την πρόφαση για διασταύρωση και αλληλοαναίρεση απόψεων για την φύση του έρωτα, ο «Φυλακισμένος του Λας Λόμας» αποτελεί σαφώς την νουβέλα με την περισσότερο κοινωνική χροιά. Εδώ ο ήρωας, υπεύθυνος για την φυλάκιση ενός μεξικάνου χωρικού, υφίσταται από τους συγγενείς την ιδιότυπη λαϊκή ποινή του κατ’ οίκον περιορισμού, χρονικής διάρκειας αντίστοιχης με εκείνη της φυλάκισης του χωρικού. Ο εγκλεισμός του συνοδεύεται από την παρεπόμενη ποινή της διαμονής τους στον κήπο του, χωρίς να του αρνούνται οποιαδήποτε ελευθερία κοινωνικής συναναστροφής. Έτσι ο κωμικοτραγικός ήρωας ζει ακριβώς όπως πάντα ήθελε, «αιχμάλωτος των συνηθειών του, της άνεσής του, των εύκολων συναλλαγών του, των ακόμα ευκολότερων ερώτων του», με τη διαφορά πως η κατάστασή του δεν αποτελεί πια έργο δικής του θέλησης.

Εμφανώς ποιητικότερη γλώσσα διαθέτει το «Να ζήσει η φήμη μου», αποτελώντας έναν ακόμα μυθοπλαστικό καμβά για να ξεδιπλωθούν νέα βαθύτατα ζητήματα, από την τέχνη και την θρησκεία μέχρι την επιβίωση του καλλιτεχνικού έργου και της φήμης του καλλιτέχνη. Πρόσωπα του ιστορικού παρελθόντος (ο Γκόγια, το μοντέλο του και ο εραστής της, διάσημος ταυρομάχος) διασταυρώνονται με «σύγχρονους» χαρακτήρες, όπως η ηθοποιός Ελίσια που κάνει θέατρο για αισθάνονται οι θεατές πως αποτελούν κομμάτι της ή ένας σύγχρονος ταυρομάχος του οποίου η αληθινή θωράκιση δεν είναι παρά η καρδιά του, οφείλει να διαπεραστεί από τον ταύρο για να χάσει την παρθενία του, προκαλεί τον θάνατο ως νικητής λαός αλλά και αντίστροφα, «εφόσον ο κόσμος περιμένει να σε ξεκοιλιάσει ο ταύρος της ζωής και να σε πετάξουν στα σκουπίδια»,

Στην πλέον φιλόδοξη νουβέλα της συλλογής, οι κατά Φουέντες «Άνθρωποι της λογικής», νοιώθουν ικανοί για Έργα, Θαύματα και Έρωτες (όπως, αντίστοιχα, τα τρία μέρη της) αλλά μοιάζουν να πλέουν ανήμποροι μέσα στην ίδια την ιστορία και την προσωπική τους μοίρα. Εδώ ο διακεκριμένος καθηγητής αρχιτεκτονικής Σαντιάγο Φεργκούσον, σύμβολο της μορφής του παλαιού δασκάλου που θεωρεί ως κληρονόμους του και τους μαθητές του, επιθυμεί να μεταδώσει την σοφία του παρελθόντος σε δυο εκλεκτούς εξ αυτών δίδυμους. Αν η αρχιτεκτονική πρέπει να ευνοήσει την μοναξιά (απαραίτητη τόσο για την τέχνη όσο και για την αυτογνωσία), αν η επιστροφή στον τοίχο (ενάντια στο γυαλί, το τσιμέντο ή την πλαστή καθετότητα) θα μας επιτρέψει να κινηθούμε σε σχέση με τον ορίζοντα, τότε εκείνοι καλούνται ως αρχιτέκτονες – κατεξοχήν «οργανωτές του χάους» στην πιο παλιά πόλη του Νέου Κόσμου στο Μεξικό, στο όριο Παλαιού και Μοντέρνου - δίπολο που τον απασχόλησε πρώτιστα στο magnum opus του «Terra Nostra» - στην πόλη που χαρακτηρίζεται «Φελλίνι εκ του φυσικού», στο σημείο εκείνο στο χώρο όπου η αρχιτεκτονική οργανώνει, έστω και προσωρινά, το νόημα των πραγμάτων (σ. 344).

Με αφορμή την διάδοση ενός θαύματος (την εμφάνιση ενός μικρού Ιησού σε ένα αχανές εργοτάξιο) η αφήγηση εκτροχιάζεται σε ονειρικές εικόνες και παράλογα στοιχεία, προτού ενωθεί αξεδιάλυτα με τον αρχικό μύθο. Στο τέλος, η κόρη του καθηγητή, διακαής πόθος των δύο αδελφών, συνομιλήτρια του πατέρα της αλλά και σύντροφός του σε μια ιδιάζουσα αιμομικτική σχέση επινόησης διαφορετικών κάθε φορά αρχετυπικών σχημάτων, ενώνεται, μετά τον θάνατό του, μαζί τους σε «αδελφική τριάδα», και γίνονται θεματοφύλακες των μυστικών του, με μια παθιασμένη ταπεινότητα μπροστά στα μυστήρια της ζωής. Και εδώ η αδιανόητη ιστορία διανθίζεται από σκέψεις πάνω στην τελειότητα, που δεν υπάρχει παρά στην προσέγγισή της, στην συντροφικότητα της μαθητείας, τα όρια της δημιουργίας, την αποστολή της αρχιτεκτονικής, την φύση της αληθινής πατρίδας.

Αν, όπως διατείνεται ένας Φουεντικός χαρακτήρας, το μυθιστόρημα ζει κάθε φορά που διαβάζεται και έχει το παρελθόν των νεκρών αναγνωστών του, το παρόν των ζωντανών αναγνωστών του και το μέλλον των επερχόμενων αναγνωστών του, τότε η παρούσα συλλογή, παρά τον μη μυθιστορηματικό χαρακτήρα της, εντασσόμενη πλήρως στο έργο του Φουέντες, μοιάζει, πράγματι, να τον δικαιώνει.

Εκδ. Άγρα, 2007, μτφ. Έφη Γιαννοπούλου, σελ. 430.

Πρώτη δημοσίευση σε: Εντευκτήριο, τεύχος 84 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2008, κυκλοφορία Μάιος 2008).

Δεν υπάρχουν σχόλια: