
Στην εξαθλιωμένη λοιπόν Αβάνα της ελεύθερης πτώσης των εκδόσεων και της θλιβερής παρακμής των βιβλιοπωλείων, της εκποίησης των σπιτικών βιβλιοθηκών λόγω πείνας και της κατάληξης των ευγενικών συντρόφων στο ταξίδι της ζωής στο σφαγείο της αγοράς, ο Κόντε, αποστρατευμένος πια απ’ τους ρυπαρούς αστυνομικούς φακέλους, προσπαθεί ως έμπορος βιβλίων να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιβίωσή του και στη διάσωση τίτλων – αριστουργημάτων της κρεολικής βιβλιογραφίας των δυο προηγούμενων αιώνων. Στο ενδιάμεσο φροντίζει να σπαταλά το μερίδιό του σε μυθικά γεύματα παρέα με τους ενδεείς φίλους του στα εξαθλιωμένα τους σπιτικά ή στα κρυμμένα ιδιωτικά παλαζάρ, με υλικά πενιχρά μα εμπνευσμένα από σπάνια, «σχεδόν τρομοκρατικά» βιβλία συνταγών, εξαφανισμένων τελεσίδικα από τον συλλογικό γαστρονομικό χάρτη της χώρας - οι σχετικές σελίδες δεν μπορούν παρά συγκινητικά να μας θυμίζουν την κατά Μυρζέ Ζωή των Μποέμ.

Ο συγγραφέας σχεδιάζει τον «αστυνομικό» του μύθο πάνω στον καμβά της σύγχρονης Κούβας, όπου η σκέψη της έλλειψης κάθε νοητού πράγματος αποτελεί μια μόνιμη διανοητική κατάσταση και όπου τα σοκάκια των συνοικιών, οι αίθουσες υποδοχής για σαντέρος και πνευματιστές και τα εξομολογητήρια των εκκλησιών ξεχειλίζουν από υπερβολικά πολύ κόσμο χωρίς τίποτα να κάνει ή να χάσει. Ρομαντικός, ακόμα, αριστερός, ο Κόντε αισθάνεται ως ιερή αποστολή του την συντροφιά μέχρι πλήρους απόφραξης αρτηριών από λίπη, νικοτίνη και αλκοόλ στον παχύ ανάπηρο φίλο του Κοκαλιάρη Κάρλος και υποφέρει σιωπηλά στις σκληρές στιγμές του ξεπουλήματος των βιβλιοθηκών από αξιοπρεπείς λιμοκτονούντες.
Περισσότερο κι από την αργή και βασανιστική ερμήνευση του ανεξήγητου ορμονικού φλογίσματος που του προκαλεί εκείνη η θελκτική μορφή, ο Κόντε αναζητά τις δικές του αλήθειες - άλλωστε στην ερώτηση «τι ψάχνει πια να βρει» στο χαμένο παρελθόν απαντά «εκείνο που δεν έχω μάθει ακόμα». Ίσως φωνές σαν της ντελ Ρίο απαιτούν απόσταση και ταυτόχρονα διεκδικούν το ελάχιστο αίτημα να μη χαθούν αμετάκλητα στη λήθη· ίσως πάλι αισθάνεται πως πρέπει να φύγει μακριά και ν’ αφήσει τους νεκρούς, τους τσακισμένους και τους ηττημένους να μείνουν κρυμμένοι στο παρελθόν το χαμένο στην ομίχλη, εκεί όπου έπρεπε ν’ αναπαυθούν εν ειρήνη.

Συντεταγμένες: Eκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Κώστας Αθανασίου, σ. 364 (Leonardo Padura Fuentes, La neblina del ayer, 2005).
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τεύχος 550, 30.4.2009, υπό τον τίτλο Θραύσματα του κόσμου «μετά το ’89».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου