Μορφή της αβανγκάρντ και της underground λογοτεχνίας, ριζοσπαστικότατος καλλιτέχνης, μέγιστος επι/δράστης στην λαϊκή κουλτούρα, το ροκ εντ ρολλ και τον κινηματογράφο, καλτ φιγούρα στον περιθωριακό τύπο αλλά διάσημος σε πανεθνικό επίπεδο στη δεκαετία του ’70, ένας ακραίος των ιδεών και των διανοητικών, ερωτικών και κοινωνικών συμπεριφορών, κυρίες και κύριοι el hombre invisible!
Πετυχημένος ο χαρακτηρισμός, κι όχι μόνο επειδή έτσι τον αποκαλούσαν τα Ισπανάκια καθώς γλιστρούσε αθόρυβα στα σοκάκια της Ταγγέρης. Στην ουσία ο Μπάροουζ πάντα προτιμούσε να είναι μακριά από την πλειονότητα των ανθρώπων κι από μικρός ήταν πάντοτε ο παρείσακτος και ο μοναχικός που προτιμούσε να τον αφήνουν στην ησυχία του. Ενδεικτικό παράδειγμα εδώ το ροκ εντ ρoλ: ίσως κανένας άλλος συγγραφέας δεν επηρέασε τόσο πολύ την διανοητική όψη του, κανενός τα βιβλία δεν υπήρξαν τέτοιο χρυσωρυχείο λέξεων και φράσεων για το είδος, όμως ο ίδιος παρέμενε εκτός! Απορούσε για τον αυθαίρετο έως αστείο όρο «Νονός του πανκ» και παραδεχόταν: έχω ελάχιστη επαφή με την ποπ κουλτούρα. Όταν κάποτε του συστήθηκαν οι Police έντρομος πήγε να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους του πάρτι πως έχει έρθει η αστυνομία.

Γεννημένος το 1914 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι, μέσα στις μυρωδιές του φωταερίου από το μολυσμένο ποτάμι και του σκουπιδόλακκου στο τέρμα του δρόμου, σε μια ατμόσφαιρα θολή από τα εργοστάσια, ο Μπάροουζ μέσω ενός βιβλίου άνοιξε τα μάτια σ’ ένα κόσμο οπιοποτείων, στοιχηματζίδικων και άθλιων πανδοχείων (Jack Black, You can’t win - αυτοβιογραφία ενός απατεώνα). Έκτοτε ο κόσμος των εξαιρέσεων θα τον θέλγει μονοδρομικώς.
Νέα Υόρκη, Βίλλατζ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Τζάκ Κέρουακ, είσοδος στον ημι-υπόκοσμο, η τριάδα της Μπητ Γενιάς συμβιώνει, κάνει πειράματα τηλεπάθειας, ποθεί να διευρύνει «το πεδίο συνειδητότητας», περισσότερο ως μια αδελφότητας πνεύματος παρά ενός λογοτεχνικού κινήματος. Ασύνειδη συγκέντρωση υλικού των μελλοντικών του βιβλίων, θεατρικές αναπαραστάσεις, Νιλ Κάσσαντυ (ο ήρωας του On the road), οργανοσυσσωρευτής (συσκευή συλλογής της ζωικής ενέργειας της φύσης), καταδίκες στις ΗΠΑ, φυγή στο Μεξικό, Εκουαδόρ προς αναζήτηση του παραισθησιογόνου γιαχέ στην … ζούγκλα, η γνωστή εξ αμελείας ανθρωποκτονία της γυναίκας του: Ωθούμαι να καταλήξω στο φριχτό συμπέρασμα πως ουδέποτε θα είχα γίνει συγγραφέας χωρίς το θάνατο της Τζόαν…που με έφερε σε επαφή με τον εισβολέα, το Απαίσιο Πνεύμα, και με έριξε σε έναν ισόβιο, δύσκολο, κοπιαστικό αγώνα, όπου δεν είχα άλλη επιλογή από το ξεφύγω γράφοντας.

Ο Μ. είχε μιλήσει ανοιχτά για τον εθισμό του στην ηρωίνη και τους πειραματισμούς με τα παραισθησιογόνα ήδη από την δεκαετία του ’50 και σύντομα έγινε ο διασημότερος εν ζωή ναρκομανής συγγραφέας. Δεν δίστασε ποτέ να μιλήσει ανοιχτά για τη λογοτεχνική εκμετάλλευση της ναρκοχρησίας του: Εάν ο συνειδησιακός μου κόσμος ήταν απλώς απόλυτα συμβατικός, κανείς δε θα ’χε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να με διαβάσει, έτσι δεν είναι; Ανεπιθύμητος στις ΗΠΑ, έγινε δεκτός σε μια Ευρώπη που είχε σε μεγαλύτερη υπόληψη την πειραματική γραφή, συνεπώς είδαν τα cut up και την τρίστηλη γραφή ως συνέχεια της παράδοσης του Αρτώ, του Ζενέ και του Σελίν, του ντανταϊσμού, του λεττρισμού.

Το Γυμνό Γεύμα αποτελούσε μια εκκωφαντική αντίδραση στην Αμερική της δεκαετίας του 50, σε σε μια προ – ροκεντρόλ εποχή! Πέρα από την νεωτερική γραφή, τις πραγματικότητες του ονειρικού χρόνου και την μυστηριώδη προφητεία για τον ιό του AIDS, θα επαναπροσδιόριζε τα όρια του άσεμνου για την Αμερική και για τις επόμενες δεκαετίες. Η συνέχεια γνωστή: The Exterminator, Nova Express, The ticket that exploded, Τhe wild boys. Παραδόξως έφτασε στο κοινό κυρίως από εξωλογοτεχνικές οδούς (ταινίες, βίντεο, δίσκοι, κασέτες, έργα τέχνης). Oι επιδράσεις του στη λογοτεχνία φάνηκαν ιδιαίτερα στα 80ς, με την ανάπτυξη του κυβερνοπάνκ, για το οποίο ο Glenn Branca στο Mondo 2000 είχε δηλώσει πως εκείνος κρατούσε το κλειδί αυτής της γραφής: Το να πας πέρα από τον Μπάροουζ – αυτό ούτε που θα μπορούσα να το διανοηθώ.
Φανατικά αντίθετος στη θανατική ποινή (εξού και η σκληρή ρεαλιστική απεικόνισή της στα βιβλία του που σόκαρε υποκριτές και μη), συχνά έμενε απένταρος και πουλούσε τη γραφομηχανή του, αναγκασμένος μετά να γράφει με το χέρι ή να δακτυλογραφεί σε καταστήματα που νοίκιαζαν γραφομηχανές με την ώρα. Ανήσυχος πειραματιστής με κάθε διαθέσιμο μέσο (γραφομηχανή, χαρτί και μολύβι, ψαλίδια και κόλλες, μαγνητόφωνο, φωτογραφία, κινηματογράφος, ζωγραφική), κατάμαυρος χιουμορίστας, διακωμωδητής των συστημάτων, ο Μπάρρουζ ωθούσε τα πράγματα να συμβαίνουν και ενέπνεε κάθε απελευθέρωση στους ανθρώπους.

Δεν υπήρχε καταλληλότερος βιογράφος από τον Άγγλο δοκιμιογράφο Μπάρρυ Μάιλς (1943): εκτός από επιστήθιος φίλος του Μπάρροουζ από το 1964 (στοιχείο που δεν φαίνεται καθόλου στο βιβλίο – πώς το κατάφερε;) υπήρξε στα 60ς συνιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου-γκαλερί Ιndica στο Μέιφερ του Λονδίνου, έχει βιογραφήσει Κέρουακ και Γκίνσμπεργκ, έχει γράψει για underground κουλτούρες, για Frank Zappa και Beat Hotel. Η βιογραφία του διατηρεί ίσες δόσεις ψύχραιμης προσωπογραφίας και ερεθιστικότατου μυθιστορήματος.
Εκδόσεις Απόπειρα, 2008, μτφρ. Γιώργος Γούτας, σελ. 334 με βιβλιογραφία, επιλογή δισκογραφίας, ευρετήριο και 13 μαυρόασπρες φωτογραφίες (Barry Miles, William Burroughs, El Hombre Invisible, 1992). Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου