Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αντιποίησις αρχής, εκδ. Κέδρος, 1979, σ. 219 (της 7ης έκδοσης, 1984).
Οι νυχτερίδες της πολιτείας έχουν ξετρυπώσει, όπως κάθε νύχτα, στα πεζοδρόμια της Ομόνοιας· κλωθογυρίζουνε ή κοντοστέκουν στα φανάρια στα περίπτερα – μεσόκοποι τύπου που ποτέ δεν έχουνε ξυπνήσει από τη χθεσινή κραιπάλη, επαγγελματίες ασίκηδες με το μάτι άγρυπνο κάτω από το γερμένο βλέφαρο, γέροντες κράχτες ακάθαρτοι και ασθματικοί, στρουμπουλές με κολλητά παντελόνια και λουστρίνια ψηλοτάκουνα, μελαμψά αγόρια με σπυριά στο σαγόνι με δίψα και ετοιμότητα στο βλέμμα, μούμιες με χωρίστρα στα κοντά μαλλιά και αντρίκειο αδιάβροχο, μανιακοί της σκιάς και τη μοναξιάς περίτρομοι σαν όρθια σκουλήκια. Τα παρδαλά συντριβάνια της πλατείας έχουν πια στερέψει – η ώρα έντεκα – σκοτεινά και άψυχα τα παράθυρα στα μέγαρα των συναλλαγών, ακόμα και στα ξενοδοχεία· σε λίγο θα σβήσουν κι οι φανταχτεροί καταρράχτες στις διαφημίσεις, μόνο δυο υπόγεια κέντρα κι ένα καφενείο θα μείνουν φωταγωγημένα ως τα χαράματα. Μπροστά στις αυτόματες σκάλες, που έχουνε σταματήσει πια να κυλάνε πάνω-κάτω, τρία λουσάτα κορίτσια διαπληκτίζονται σε γλώσσα ακατανόητη – το ένα, παρά το φκιασίδι και τα κοκκινάδια, διακρίνεται φρεσκοξυρισμένο κόντρα.
Στον Αιμίλιο Καλιακάτσο
Οι νυχτερίδες της πολιτείας έχουν ξετρυπώσει, όπως κάθε νύχτα, στα πεζοδρόμια της Ομόνοιας· κλωθογυρίζουνε ή κοντοστέκουν στα φανάρια στα περίπτερα – μεσόκοποι τύπου που ποτέ δεν έχουνε ξυπνήσει από τη χθεσινή κραιπάλη, επαγγελματίες ασίκηδες με το μάτι άγρυπνο κάτω από το γερμένο βλέφαρο, γέροντες κράχτες ακάθαρτοι και ασθματικοί, στρουμπουλές με κολλητά παντελόνια και λουστρίνια ψηλοτάκουνα, μελαμψά αγόρια με σπυριά στο σαγόνι με δίψα και ετοιμότητα στο βλέμμα, μούμιες με χωρίστρα στα κοντά μαλλιά και αντρίκειο αδιάβροχο, μανιακοί της σκιάς και τη μοναξιάς περίτρομοι σαν όρθια σκουλήκια. Τα παρδαλά συντριβάνια της πλατείας έχουν πια στερέψει – η ώρα έντεκα – σκοτεινά και άψυχα τα παράθυρα στα μέγαρα των συναλλαγών, ακόμα και στα ξενοδοχεία· σε λίγο θα σβήσουν κι οι φανταχτεροί καταρράχτες στις διαφημίσεις, μόνο δυο υπόγεια κέντρα κι ένα καφενείο θα μείνουν φωταγωγημένα ως τα χαράματα. Μπροστά στις αυτόματες σκάλες, που έχουνε σταματήσει πια να κυλάνε πάνω-κάτω, τρία λουσάτα κορίτσια διαπληκτίζονται σε γλώσσα ακατανόητη – το ένα, παρά το φκιασίδι και τα κοκκινάδια, διακρίνεται φρεσκοξυρισμένο κόντρα.
Στον Αιμίλιο Καλιακάτσο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου